τιμαριθμικός • (timarithmikós) m (feminine τιμαριθμική, neuter τιμαριθμικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | τιμαριθμικός (timarithmikós) | τιμαριθμική (timarithmikí) | τιμαριθμικό (timarithmikó) | τιμαριθμικοί (timarithmikoí) | τιμαριθμικές (timarithmikés) | τιμαριθμικά (timarithmiká) | |
genitive | τιμαριθμικού (timarithmikoú) | τιμαριθμικής (timarithmikís) | τιμαριθμικού (timarithmikoú) | τιμαριθμικών (timarithmikón) | τιμαριθμικών (timarithmikón) | τιμαριθμικών (timarithmikón) | |
accusative | τιμαριθμικό (timarithmikó) | τιμαριθμική (timarithmikí) | τιμαριθμικό (timarithmikó) | τιμαριθμικούς (timarithmikoús) | τιμαριθμικές (timarithmikés) | τιμαριθμικά (timarithmiká) | |
vocative | τιμαριθμικέ (timarithmiké) | τιμαριθμική (timarithmikí) | τιμαριθμικό (timarithmikó) | τιμαριθμικοί (timarithmikoí) | τιμαριθμικές (timarithmikés) | τιμαριθμικά (timarithmiká) |