τοξικομανής • (toxikomanís) m (feminine τοξικομανής, neuter τοξικομανές)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | τοξικομανής (toxikomanís) | τοξικομανής (toxikomanís) | τοξικομανές (toxikomanés) | τοξικομανείς (toxikomaneís) | τοξικομανείς (toxikomaneís) | τοξικομανή (toxikomaní) | |
genitive | τοξικομανούς (toxikomanoús) τοξικομανή (toxikomaní) |
τοξικομανούς (toxikomanoús) | τοξικομανούς (toxikomanoús) | τοξικομανών (toxikomanón) | τοξικομανών (toxikomanón) | τοξικομανών (toxikomanón) | |
accusative | τοξικομανή (toxikomaní) | τοξικομανή (toxikomaní) | τοξικομανές (toxikomanés) | τοξικομανείς (toxikomaneís) | τοξικομανείς (toxikomaneís) | τοξικομανή (toxikomaní) | |
vocative | τοξικομανή (toxikomaní) τοξικομανής (toxikomanís) |
τοξικομανής (toxikomanís) | τοξικομανές (toxikomanés) | τοξικομανείς (toxikomaneís) | τοξικομανείς (toxikomaneís) | τοξικομανή (toxikomaní) |
τοξικομανής • (toxikomanís) m or f (plural τοξικομανείς)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | τοξικομανής (toxikomanís) | τοξικομανές (toxikomanés) |
genitive | τοξικομανή (toxikomaní) | τοξικομανών (toxikomanón) |
accusative | τοξικομανή (toxikomaní) | τοξικομανές (toxikomanés) |
vocative | τοξικομανή (toxikomaní) | τοξικομανές (toxikomanés) |