θράφηκα (thráfika) IPA(key): /ˈtɾa.fi.ka/ Hyphenation: τρά‧φη‧κα τράφηκα • (tráfika) first-person singular simple past of τρέφομαι (tréfomai), the passive...
τράφηκα (tráfika) IPA(key): /ˈθɾa.fi.ka/ Hyphenation: θρά‧φη‧κα θράφηκα • (thráfika) first-person singular simple past of θρέφομαι (thréfomai), the passive...
τρέ‧φο‧μαι Homophone: τρέφομε (tréfome) τρέφομαι • (tréfomai) passive (past τράφηκα, ppp θρεμμένος, active τρέφω) passive of τρέφω (tréfo): to be fed for this...
Hyphenation: τρέ‧φω τρέφω • (tréfo) (past έθρεψα, passive τρέφομαι, p‑past τράφηκα, ppp θρεμμένος) (transitive) to feed, nourish, maintain (intransitive)...
toîn traphḗkoin τοῖς τράφηξῐ / τράφηξῐν toîs tráphēxi(n) Accusative τὸν τράφηκᾰ tòn tráphēka τὼ τράφηκε tṑ tráphēke τοὺς τράφηκᾰς toùs tráphēkas Vocative...