Learnedly from τραγουδιστής (tragoudistís) + -τρια (-tria).[1]
τραγουδίστρια • (tragoudístria) f (plural τραγουδίστριες, masculine τραγουδιστής)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | τραγουδίστρια (tragoudístria) | τραγουδίστριες (tragoudístries) |
genitive | τραγουδίστριας (tragoudístrias) | τραγουδιστριών (tragoudistrión) |
accusative | τραγουδίστρια (tragoudístria) | τραγουδίστριες (tragoudístries) |
vocative | τραγουδίστρια (tragoudístria) | τραγουδίστριες (tragoudístries) |