Perfect participle of τρακάρομαι (trakáromai), passive voice of τρακάρω (trakáro) (both senses).
τρακαρισμένος • (trakarisménos) m (feminine τρακαρισμένη, neuter τρακαρισμένο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | τρακαρισμένος (trakarisménos) | τρακαρισμένη (trakarisméni) | τρακαρισμένο (trakarisméno) | τρακαρισμένοι (trakarisménoi) | τρακαρισμένες (trakarisménes) | τρακαρισμένα (trakarisména) | |
genitive | τρακαρισμένου (trakarisménou) | τρακαρισμένης (trakarisménis) | τρακαρισμένου (trakarisménou) | τρακαρισμένων (trakarisménon) | τρακαρισμένων (trakarisménon) | τρακαρισμένων (trakarisménon) | |
accusative | τρακαρισμένο (trakarisméno) | τρακαρισμένη (trakarisméni) | τρακαρισμένο (trakarisméno) | τρακαρισμένους (trakarisménous) | τρακαρισμένες (trakarisménes) | τρακαρισμένα (trakarisména) | |
vocative | τρακαρισμένε (trakarisméne) | τρακαρισμένη (trakarisméni) | τρακαρισμένο (trakarisméno) | τρακαρισμένοι (trakarisménoi) | τρακαρισμένες (trakarisménes) | τρακαρισμένα (trakarisména) |