τρακαρισμένος

Hello, you have come here looking for the meaning of the word τρακαρισμένος. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word τρακαρισμένος, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say τρακαρισμένος in singular and plural. Everything you need to know about the word τρακαρισμένος you have here. The definition of the word τρακαρισμένος will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofτρακαρισμένος, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Etymology

Perfect participle of τρακάρομαι (trakáromai), passive voice of τρακάρω (trakáro) (both senses).

Pronunciation

  • IPA(key): /tɾa.ka.ɾiˈzme.nos/
  • Hyphenation: τρα‧κα‧ρι‧σμέ‧νος

Participle

τρακαρισμένος (trakarisménosm (feminine τρακαρισμένη, neuter τρακαρισμένο)

  1. collided, bumped, crashed
    Antonym: ατρακάριστος (atrakáristos)
    Το αυτοκίνητο είναι τρακαρισμένο.To aftokínito eínai trakarisméno.The car is crashed.
  2. with stage fright
    Το ρεσιτάλ της θα ήταν καλύτερο αν δεν ήταν τόσο τρακαρισμένη.
    To resitál tis tha ítan kalýtero an den ítan tóso trakarisméni.
    Her recital would have been better, if she were not so nervous (from stage fright).

Declension

Declension of τρακαρισμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative τρακαρισμένος (trakarisménos) τρακαρισμένη (trakarisméni) τρακαρισμένο (trakarisméno) τρακαρισμένοι (trakarisménoi) τρακαρισμένες (trakarisménes) τρακαρισμένα (trakarisména)
genitive τρακαρισμένου (trakarisménou) τρακαρισμένης (trakarisménis) τρακαρισμένου (trakarisménou) τρακαρισμένων (trakarisménon) τρακαρισμένων (trakarisménon) τρακαρισμένων (trakarisménon)
accusative τρακαρισμένο (trakarisméno) τρακαρισμένη (trakarisméni) τρακαρισμένο (trakarisméno) τρακαρισμένους (trakarisménous) τρακαρισμένες (trakarisménes) τρακαρισμένα (trakarisména)
vocative τρακαρισμένε (trakarisméne) τρακαρισμένη (trakarisméni) τρακαρισμένο (trakarisméno) τρακαρισμένοι (trakarisménoi) τρακαρισμένες (trakarisménes) τρακαρισμένα (trakarisména)