τσεχοσλοβακικός • (tsechoslovakikós) m (feminine τσεχοσλοβακική, neuter τσεχοσλοβακικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | τσεχοσλοβακικός (tsechoslovakikós) | τσεχοσλοβακική (tsechoslovakikí) | τσεχοσλοβακικό (tsechoslovakikó) | τσεχοσλοβακικοί (tsechoslovakikoí) | τσεχοσλοβακικές (tsechoslovakikés) | τσεχοσλοβακικά (tsechoslovakiká) | |
genitive | τσεχοσλοβακικού (tsechoslovakikoú) | τσεχοσλοβακικής (tsechoslovakikís) | τσεχοσλοβακικού (tsechoslovakikoú) | τσεχοσλοβακικών (tsechoslovakikón) | τσεχοσλοβακικών (tsechoslovakikón) | τσεχοσλοβακικών (tsechoslovakikón) | |
accusative | τσεχοσλοβακικό (tsechoslovakikó) | τσεχοσλοβακική (tsechoslovakikí) | τσεχοσλοβακικό (tsechoslovakikó) | τσεχοσλοβακικούς (tsechoslovakikoús) | τσεχοσλοβακικές (tsechoslovakikés) | τσεχοσλοβακικά (tsechoslovakiká) | |
vocative | τσεχοσλοβακικέ (tsechoslovakiké) | τσεχοσλοβακική (tsechoslovakikí) | τσεχοσλοβακικό (tsechoslovakikó) | τσεχοσλοβακικοί (tsechoslovakikoí) | τσεχοσλοβακικές (tsechoslovakikés) | τσεχοσλοβακικά (tsechoslovakiká) |