τσιμεντοκονία • (tsimentokonía) n (plural τσιμεντοκονίες)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | τσιμεντοκονία (tsimentokonía) | τσιμεντοκονίες (tsimentokoníes) |
genitive | τσιμεντοκονίας (tsimentokonías) | τσιμεντοκονιών (tsimentokonión) |
accusative | τσιμεντοκονία (tsimentokonía) | τσιμεντοκονίες (tsimentokoníes) |
vocative | τσιμεντοκονία (tsimentokonía) | τσιμεντοκονίες (tsimentokoníes) |
The form τσιμεντοκονίων (tsimentokoníon) is also found