τυπογραφικός • (typografikós) m (feminine τυπογραφική, neuter τυπογραφικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | τυπογραφικός (typografikós) | τυπογραφική (typografikí) | τυπογραφικό (typografikó) | τυπογραφικοί (typografikoí) | τυπογραφικές (typografikés) | τυπογραφικά (typografiká) | |
genitive | τυπογραφικού (typografikoú) | τυπογραφικής (typografikís) | τυπογραφικού (typografikoú) | τυπογραφικών (typografikón) | τυπογραφικών (typografikón) | τυπογραφικών (typografikón) | |
accusative | τυπογραφικό (typografikó) | τυπογραφική (typografikí) | τυπογραφικό (typografikó) | τυπογραφικούς (typografikoús) | τυπογραφικές (typografikés) | τυπογραφικά (typografiká) | |
vocative | τυπογραφικέ (typografiké) | τυπογραφική (typografikí) | τυπογραφικό (typografikó) | τυπογραφικοί (typografikoí) | τυπογραφικές (typografikés) | τυπογραφικά (typografiká) |