from τυποποιώ (typopoió, “to standardise”)
τυποποιημένος • (typopoiiménos) m (feminine τυποποιημένη, neuter τυποποιημένο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | τυποποιημένος • | τυποποιημένη • | τυποποιημένο • | τυποποιημένοι • | τυποποιημένες • | τυποποιημένα • |
genitive | τυποποιημένου • | τυποποιημένης • | τυποποιημένου • | τυποποιημένων • | τυποποιημένων • | τυποποιημένων • |
accusative | τυποποιημένο • | τυποποιημένη • | τυποποιημένο • | τυποποιημένους • | τυποποιημένες • | τυποποιημένα • |
vocative | τυποποιημένε • | τυποποιημένη • | τυποποιημένο • | τυποποιημένοι • | τυποποιημένες • | τυποποιημένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο τυποποιημένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο τυποποιημένος, etc.) |