From Ancient Greek ὑβριστικός (hubristikós).
υβριστικός • (yvristikós) m (feminine υβριστική, neuter υβριστικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | υβριστικός (yvristikós) | υβριστική (yvristikí) | υβριστικό (yvristikó) | υβριστικοί (yvristikoí) | υβριστικές (yvristikés) | υβριστικά (yvristiká) | |
genitive | υβριστικού (yvristikoú) | υβριστικής (yvristikís) | υβριστικού (yvristikoú) | υβριστικών (yvristikón) | υβριστικών (yvristikón) | υβριστικών (yvristikón) | |
accusative | υβριστικό (yvristikó) | υβριστική (yvristikí) | υβριστικό (yvristikó) | υβριστικούς (yvristikoús) | υβριστικές (yvristikés) | υβριστικά (yvristiká) | |
vocative | υβριστικέ (yvristiké) | υβριστική (yvristikí) | υβριστικό (yvristikó) | υβριστικοί (yvristikoí) | υβριστικές (yvristikés) | υβριστικά (yvristiká) |