Learnedly from υδατο- (ydato-) + διαλυτός (dialytós), a calque of English water-soluble.[1]
υδατοδιαλυτός • (ydatodialytós) m (feminine υδατοδιαλυτή, neuter υδατοδιαλυτό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | υδατοδιαλυτός • | υδατοδιαλυτή • | υδατοδιαλυτό • | υδατοδιαλυτοί • | υδατοδιαλυτές • | υδατοδιαλυτά • |
genitive | υδατοδιαλυτού • | υδατοδιαλυτής • | υδατοδιαλυτού • | υδατοδιαλυτών • | υδατοδιαλυτών • | υδατοδιαλυτών • |
accusative | υδατοδιαλυτό • | υδατοδιαλυτή • | υδατοδιαλυτό • | υδατοδιαλυτούς • | υδατοδιαλυτές • | υδατοδιαλυτά • |
vocative | υδατοδιαλυτέ • | υδατοδιαλυτή • | υδατοδιαλυτό • | υδατοδιαλυτοί • | υδατοδιαλυτές • | υδατοδιαλυτά • |