From υδατο- (ydato-) + καλλιέργεια (kalliérgeia).
υδατοκαλλιέργεια • (ydatokalliérgeia) f
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | υδατοκαλλιέργεια (ydatokalliérgeia) | υδατοκαλλιέργειες (ydatokalliérgeies) |
genitive | υδατοκαλλιέργειας (ydatokalliérgeias) | υδατοκαλλιεργειών (ydatokalliergeión) |
accusative | υδατοκαλλιέργεια (ydatokalliérgeia) | υδατοκαλλιέργειες (ydatokalliérgeies) |
vocative | υδατοκαλλιέργεια (ydatokalliérgeia) | υδατοκαλλιέργειες (ydatokalliérgeies) |