Learnedly from υδρό- (ydró-) + -γειος (-geios), a calque of French terraqué.[1]
υδρόγειος • (ydrógeios) m (feminine υδρόγειος or υδρόγεια, neuter υδρόγειο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | υδρόγειος • | υδρόγειος • / υδρόγεια • | υδρόγειο • | υδρόγειοι • | υδρόγειοι • / υδρόγειες • | υδρόγεια • |
genitive | υδρόγειου • / υδρογείου • | υδρογείου • / υδρόγειας • | υδρόγειου • / υδρογείου • | υδρόγειων • / υδρογείων • | υδρογείων • | υδρόγειων • / υδρογείων • |
accusative | υδρόγειο • | υδρόγειο • / υδρόγεια • | υδρόγειο • | υδρόγειους • / υδρογείους • | υδρογείους • / υδρόγειες • | υδρόγεια • |
vocative | υδρόγειε • | υδρόγειε • / υδρόγεια • | υδρόγειο • | υδρόγειοι • | υδρόγειοι • / υδρόγειες • | υδρόγεια • |
υδρόγειος • (ydrógeios) f (plural υδρόγειοι)