Learned borrowing from Koine Greek ὑπεράνθρωπος (huperánthrōpos, “superior to man”) with semantic loan from French surhumain and German Übermensch.[1] By surface analysis, υπερ- (yper-) + άνθρωπος (ánthropos).
υπεράνθρωπος • (yperánthropos) m (feminine υπεράνθρωπη, neuter υπεράνθρωπο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | υπεράνθρωπος (yperánthropos) | υπεράνθρωπη (yperánthropi) | υπεράνθρωπο (yperánthropo) | υπεράνθρωποι (yperánthropoi) | υπεράνθρωπες (yperánthropes) | υπεράνθρωπα (yperánthropa) | |
genitive | υπεράνθρωπου (yperánthropou) | υπεράνθρωπης (yperánthropis) | υπεράνθρωπου (yperánthropou) | υπεράνθρωπων (yperánthropon) | υπεράνθρωπων (yperánthropon) | υπεράνθρωπων (yperánthropon) | |
accusative | υπεράνθρωπο (yperánthropo) | υπεράνθρωπη (yperánthropi) | υπεράνθρωπο (yperánthropo) | υπεράνθρωπους (yperánthropous) | υπεράνθρωπες (yperánthropes) | υπεράνθρωπα (yperánthropa) | |
vocative | υπεράνθρωπε (yperánthrope) | υπεράνθρωπη (yperánthropi) | υπεράνθρωπο (yperánthropo) | υπεράνθρωποι (yperánthropoi) | υπεράνθρωπες (yperánthropes) | υπεράνθρωπα (yperánthropa) |