υπεραστικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word υπεραστικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word υπεραστικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say υπεραστικός in singular and plural. Everything you need to know about the word υπεραστικός you have here. The definition of the word υπεραστικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofυπεραστικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

υπεραστικός (yperastikósm (feminine υπεραστική, neuter υπεραστικό)

  1. long-distance
  2. intercity

Declension

Declension of υπεραστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative υπεραστικός (yperastikós) υπεραστική (yperastikí) υπεραστικό (yperastikó) υπεραστικοί (yperastikoí) υπεραστικές (yperastikés) υπεραστικά (yperastiká)
genitive υπεραστικού (yperastikoú) υπεραστικής (yperastikís) υπεραστικού (yperastikoú) υπεραστικών (yperastikón) υπεραστικών (yperastikón) υπεραστικών (yperastikón)
accusative υπεραστικό (yperastikó) υπεραστική (yperastikí) υπεραστικό (yperastikó) υπεραστικούς (yperastikoús) υπεραστικές (yperastikés) υπεραστικά (yperastiká)
vocative υπεραστικέ (yperastiké) υπεραστική (yperastikí) υπεραστικό (yperastikó) υπεραστικοί (yperastikoí) υπεραστικές (yperastikés) υπεραστικά (yperastiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο υπεραστικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο υπεραστικός, etc.)

  • υπεραστική κλήση f (yperastikí klísi, long-distance call)
  • υπεραστικό λεωφορείο n (yperastikó leoforeío, long-distance, intercity bus)

Further reading