From υπερ- (yper-, “ultra”) + ιώδης (iódis, “violet”), calque of French ultraviolet.
υπεριώδης • (yperiódis) m (feminine υπεριώδης, neuter υπεριώδες)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | υπεριώδης (yperiódis) | υπεριώδης (yperiódis) | υπεριώδες (yperiódes) | υπεριώδεις (yperiódeis) | υπεριώδεις (yperiódeis) | υπεριώδη (yperiódi) | |
genitive | υπεριώδους (yperiódous) υπεριώδη (yperiódi) |
υπεριώδους (yperiódous) | υπεριώδους (yperiódous) | υπεριωδών (yperiodón) | υπεριωδών (yperiodón) | υπεριωδών (yperiodón) | |
accusative | υπεριώδη (yperiódi) | υπεριώδη (yperiódi) | υπεριώδες (yperiódes) | υπεριώδεις (yperiódeis) | υπεριώδεις (yperiódeis) | υπεριώδη (yperiódi) | |
vocative | υπεριώδη (yperiódi) υπεριώδης (yperiódis) |
υπεριώδης (yperiódis) | υπεριώδες (yperiódes) | υπεριώδεις (yperiódeis) | υπεριώδεις (yperiódeis) | υπεριώδη (yperiódi) |