υπερκείμενος • (yperkeímenos) m (feminine υπερκείμενη, neuter υπερκείμενο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | υπερκείμενος (yperkeímenos) | υπερκείμενη (yperkeímeni) | υπερκείμενο (yperkeímeno) | υπερκείμενοι (yperkeímenoi) | υπερκείμενες (yperkeímenes) | υπερκείμενα (yperkeímena) | |
genitive | υπερκείμενου (yperkeímenou) | υπερκείμενης (yperkeímenis) | υπερκείμενου (yperkeímenou) | υπερκείμενων (yperkeímenon) | υπερκείμενων (yperkeímenon) | υπερκείμενων (yperkeímenon) | |
accusative | υπερκείμενο (yperkeímeno) | υπερκείμενη (yperkeímeni) | υπερκείμενο (yperkeímeno) | υπερκείμενους (yperkeímenous) | υπερκείμενες (yperkeímenes) | υπερκείμενα (yperkeímena) | |
vocative | υπερκείμενε (yperkeímene) | υπερκείμενη (yperkeímeni) | υπερκείμενο (yperkeímeno) | υπερκείμενοι (yperkeímenoi) | υπερκείμενες (yperkeímenes) | υπερκείμενα (yperkeímena) |