From υπερ- (yper-) + μαγγάνιο (mangánio) + -ικός (-ikós), calque of French permanganate where the prefix per- has been paretymologically attributed as υπερ- (yper-).
υπερμαγγανικός • (ypermanganikós) m (feminine υπερμαγγανική, neuter υπερμαγγανικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | υπερμαγγανικός (ypermanganikós) | υπερμαγγανική (ypermanganikí) | υπερμαγγανικό (ypermanganikó) | υπερμαγγανικοί (ypermanganikoí) | υπερμαγγανικές (ypermanganikés) | υπερμαγγανικά (ypermanganiká) | |
genitive | υπερμαγγανικού (ypermanganikoú) | υπερμαγγανικής (ypermanganikís) | υπερμαγγανικού (ypermanganikoú) | υπερμαγγανικών (ypermanganikón) | υπερμαγγανικών (ypermanganikón) | υπερμαγγανικών (ypermanganikón) | |
accusative | υπερμαγγανικό (ypermanganikó) | υπερμαγγανική (ypermanganikí) | υπερμαγγανικό (ypermanganikó) | υπερμαγγανικούς (ypermanganikoús) | υπερμαγγανικές (ypermanganikés) | υπερμαγγανικά (ypermanganiká) | |
vocative | υπερμαγγανικέ (ypermanganiké) | υπερμαγγανική (ypermanganikí) | υπερμαγγανικό (ypermanganikó) | υπερμαγγανικοί (ypermanganikoí) | υπερμαγγανικές (ypermanganikés) | υπερμαγγανικά (ypermanganiká) |
Notes: Vocative forms are rare