υποαλλεργικός • (ypoallergikós) m (feminine υποαλλεργική, neuter υποαλλεργικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | υποαλλεργικός (ypoallergikós) | υποαλλεργική (ypoallergikí) | υποαλλεργικό (ypoallergikó) | υποαλλεργικοί (ypoallergikoí) | υποαλλεργικές (ypoallergikés) | υποαλλεργικά (ypoallergiká) | |
genitive | υποαλλεργικού (ypoallergikoú) | υποαλλεργικής (ypoallergikís) | υποαλλεργικού (ypoallergikoú) | υποαλλεργικών (ypoallergikón) | υποαλλεργικών (ypoallergikón) | υποαλλεργικών (ypoallergikón) | |
accusative | υποαλλεργικό (ypoallergikó) | υποαλλεργική (ypoallergikí) | υποαλλεργικό (ypoallergikó) | υποαλλεργικούς (ypoallergikoús) | υποαλλεργικές (ypoallergikés) | υποαλλεργικά (ypoallergiká) | |
vocative | υποαλλεργικέ (ypoallergiké) | υποαλλεργική (ypoallergikí) | υποαλλεργικό (ypoallergikó) | υποαλλεργικοί (ypoallergikoí) | υποαλλεργικές (ypoallergikés) | υποαλλεργικά (ypoallergiká) |