υπογραμμ- (ypogramm-, “to underline, to highlight”) + -ιστής (-istís, “-ist, -er”), calque of English highlighter.
υπογραμμιστής • (ypogrammistís) m (plural υπογραμμιστές)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | υπογραμμιστής (ypogrammistís) | υπογραμμιστές (ypogrammistés) |
genitive | υπογραμμιστή (ypogrammistí) | υπογραμμιστών (ypogrammistón) |
accusative | υπογραμμιστή (ypogrammistí) | υπογραμμιστές (ypogrammistés) |
vocative | υπογραμμιστή (ypogrammistí) | υπογραμμιστές (ypogrammistés) |