υπο- (ypo-, “sub”) + είδος (eídos, “species”)
υποείδος • (ypoeídos) n (plural υποείδη)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | υποείδος (ypoeídos) | υποείδη (ypoeídi) |
genitive | υποείδους (ypoeídous) | υποειδών (ypoeidón) |
accusative | υποείδος (ypoeídos) | υποείδη (ypoeídi) |
vocative | υποείδος (ypoeídos) | υποείδη (ypoeídi) |
* επικράτεια • f (“domain”) | * ομοταξία • f (“class”) | * γένος • n (“genus”) |
* βασίλειο • n (“kindom”) | * τάξη • f (“order”) | * είδος • n (“species”) |
* συνομοταξία • f (“phylum”) | * οικογένεια • f (“family”) | * υποείδος • n (“subspecies”) |