Hello, you have come here looking for the meaning of the word
υποθηκεύω. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word
υποθηκεύω, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say
υποθηκεύω in singular and plural. Everything you need to know about the word
υποθηκεύω you have here. The definition of the word
υποθηκεύω will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition of
υποθηκεύω, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /i.po.θiˈce.vo/
- Hyphenation: υ‧πο‧θη‧κεύ‧ω
Verb
υποθηκεύω • (ypothikévo) (past υποθήκευσα, passive υποθηκεύομαι, p‑past υποθηκεύτηκα/υποθηκεύθηκα, ppp υποθηκευμένος)
- (finance) to mortgage
Conjugation
υποθηκεύω υποθηκεύομαι
|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
υποθηκεύω
|
υποθηκεύσω
|
υποθηκεύομαι
|
υποθηκευτώ, υποθηκευθώ
|
2 sg
|
υποθηκεύεις
|
υποθηκεύσεις
|
υποθηκεύεσαι
|
υποθηκευτείς, υποθηκευθείς
|
3 sg
|
υποθηκεύει
|
υποθηκεύσει
|
υποθηκεύεται
|
υποθηκευτεί, υποθηκευθεί
|
|
1 pl
|
υποθηκεύουμε, [‑ομε]
|
υποθηκεύσουμε, [‑ομε]
|
υποθηκευόμαστε
|
υποθηκευτούμε, υποθηκευθούμε
|
2 pl
|
υποθηκεύετε
|
υποθηκεύσετε
|
υποθηκεύεστε, υποθηκευόσαστε
|
υποθηκευτείτε, υποθηκευθείτε
|
3 pl
|
υποθηκεύουν(ε)
|
υποθηκεύσουν(ε)
|
υποθηκεύονται
|
υποθηκευτούν(ε), υποθηκευθούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
υποθήκευα
|
υποθήκευσα
|
υποθηκευόμουν(α)
|
υποθηκεύτηκα, υποθηκεύθηκα
|
2 sg
|
υποθήκευες
|
υποθήκευσες
|
υποθηκευόσουν(α)
|
υποθηκεύτηκες, υποθηκεύθηκες
|
3 sg
|
υποθήκευε
|
υποθήκευσε
|
υποθηκευόταν(ε)
|
υποθηκεύτηκε, υποθηκεύθηκε
|
|
1 pl
|
υποθηκεύαμε
|
υποθηκεύσαμε
|
υποθηκευόμασταν, (‑όμαστε)
|
υποθηκευτήκαμε, υποθηκευθήκαμε
|
2 pl
|
υποθηκεύατε
|
υποθηκεύσατε
|
υποθηκευόσασταν, (‑όσαστε)
|
υποθηκευτήκατε, υποθηκευθήκατε
|
3 pl
|
υποθήκευαν, υποθηκεύαν(ε)
|
υποθήκευσαν, υποθηκεύσαν(ε)
|
υποθηκεύονταν, (υποθηκευόντουσαν)
|
υποθηκεύτηκαν, υποθηκευτήκαν(ε), υποθηκεύθηκαν, υποθηκευθήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα υποθηκεύω ➤
|
θα υποθηκεύσω ➤
|
θα υποθηκεύομαι ➤
|
θα υποθηκευτώ / υποθηκευθώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα υποθηκεύεις, …
|
θα υποθηκεύσεις, …
|
θα υποθηκεύεσαι, …
|
θα υποθηκευτείς / υποθηκευθείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … υποθηκεύσει έχω, έχεις, … υποθηκευμένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … υποθηκευτεί / υποθηκευθεί είμαι, είσαι, … υποθηκευμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … υποθηκεύσει είχα, είχες, … υποθηκευμένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … υποθηκευτεί / υποθηκευθεί ήμουν, ήσουν, … υποθηκευμένος, ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … υποθηκεύσει θα έχω, θα έχεις, … υποθηκευμένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … υποθηκευτεί / υποθηκευθεί θα είμαι, θα είσαι, … υποθηκευμένος, ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
υποθήκευε
|
υποθήκευσε
|
—
|
υποθηκεύσου
|
2 pl
|
υποθηκεύετε
|
υποθηκεύστε
|
υποθηκεύεστε
|
υποθηκευτείτε, υποθηκευθείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
υποθηκεύοντας ➤
|
υποθηκευόμενος, ‑η, ‑ο ➤
|
Perfect participle➤
|
έχοντας υποθηκεύσει ➤
|
υποθηκευμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
υποθηκεύσει
|
υποθηκευτεί, υποθηκευθεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• Passive forms with -ευθ- are more formal than forms with -ευτ-. • (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|
- see: υποθήκη f (ypothíki, “mortgage”)