Learnedly from υπο- (ypo-) + συνείδη(ση) (syneídi(si)) + -τος (-tos), possibly a calque of English subconscious.[1]
υποσυνείδητος • (yposyneíditos) m (feminine υποσυνείδητη, neuter υποσυνείδητο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | υποσυνείδητος (yposyneíditos) | υποσυνείδητη (yposyneíditi) | υποσυνείδητο (yposyneídito) | υποσυνείδητοι (yposyneíditoi) | υποσυνείδητες (yposyneídites) | υποσυνείδητα (yposyneídita) | |
genitive | υποσυνείδητου (yposyneíditou) | υποσυνείδητης (yposyneíditis) | υποσυνείδητου (yposyneíditou) | υποσυνείδητων (yposyneíditon) | υποσυνείδητων (yposyneíditon) | υποσυνείδητων (yposyneíditon) | |
accusative | υποσυνείδητο (yposyneídito) | υποσυνείδητη (yposyneíditi) | υποσυνείδητο (yposyneídito) | υποσυνείδητους (yposyneíditous) | υποσυνείδητες (yposyneídites) | υποσυνείδητα (yposyneídita) | |
vocative | υποσυνείδητε (yposyneídite) | υποσυνείδητη (yposyneíditi) | υποσυνείδητο (yposyneídito) | υποσυνείδητοι (yposyneíditoi) | υποσυνείδητες (yposyneídites) | υποσυνείδητα (yposyneídita) |