υποψήφιος • (ypopsífios) m (feminine υποψήφια, neuter υποψήφιο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | υποψήφιος • | υποψήφια • | υποψήφιο • | υποψήφιοι • | υποψήφιες • | υποψήφια • |
genitive | υποψήφιου • | υποψήφιας • | υποψήφιου • | υποψήφιων • | υποψήφιων • | υποψήφιων • |
accusative | υποψήφιο • | υποψήφια • | υποψήφιο • | υποψήφιους • | υποψήφιες • | υποψήφια • |
vocative | υποψήφιε • | υποψήφια • | υποψήφιο • | υποψήφιοι • | υποψήφιες • | υποψήφια • |
υποψήφιος • (ypopsífios) m or f (plural υποψήφιοι, feminine υποψήφια)
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | υποψήφιος • | υποψήφιοι • | |
genitive | υποψήφιου •, υποψηφίου • | υποψήφιων •, υποψηφίων • | |
accusative | υποψήφιο • | υποψήφιους •, υποψηφίους • | |
vocative | υποψήφιε • | υποψήφιοι • | |
Second forms are formal. |