υποψήφιος (ypopsífios, “candidate, nominee”) + -ότητα (-ótita, “-ity, -ness”). First attested 1854.
υποψηφιότητα • (ypopsifiótita) f (plural υποψηφιότητες)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | υποψηφιότητα (ypopsifiótita) | υποψηφιότητες (ypopsifiótites) |
genitive | υποψηφιότητας (ypopsifiótitas) | υποψηφιοτήτων (ypopsifiotíton) |
accusative | υποψηφιότητα (ypopsifiótita) | υποψηφιότητες (ypopsifiótites) |
vocative | υποψηφιότητα (ypopsifiótita) | υποψηφιότητες (ypopsifiótites) |