υπόσχομαι • (ypóschomai) deponent (past υποσχέθηκα)
Passive voice ➤ | ||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ |
1 sg | υπόσχομαι | υποσχεθώ |
2 sg | υπόσχεσαι | υποσχεθείς |
3 sg | υπόσχεται | υποσχεθεί |
1 pl | υποσχόμαστε | υποσχεθούμε |
2 pl | υπόσχεστε, υποσχόσαστε | υποσχεθείτε |
3 pl | υπόσχονται | υποσχεθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ |
1 sg | υποσχόμουν(α) | υποσχέθηκα |
2 sg | υποσχόσουν(α) | υποσχέθηκες |
3 sg | υποσχόταν(ε) | υποσχέθηκε |
1 pl | υποσχόμασταν, (‑όμαστε) | υποσχεθήκαμε |
2 pl | υποσχόσασταν, (‑όσαστε) | υποσχεθήκατε |
3 pl | υπόσχονταν, (υποσχόντουσαν) | υποσχέθηκαν, υποσχεθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ |
1 sg | θα υπόσχομαι ➤ | θα υποσχεθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα υπόσχεσαι, … | θα υποσχεθείς, … |
Perfect aspect ➤ | ||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … υποσχεθεί είμαι, είσαι, … υπεσχημένος, ‑η, ‑ο / υποσχεμένος, ‑η, ‑ο | |
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … υποσχεθεί ήμουν, ήσουν, … υπεσχημένος, ‑η, ‑ο / υποσχεμένος, ‑η, ‑ο | |
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … υποσχεθεί θα είμαι, θα είσαι, … υπεσχημένος, ‑η, ‑ο / υποσχεμένος, ‑η, ‑ο | |
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | — | υποσχέσου |
2 pl | υπόσχεστε | υποσχεθείτε |
Other forms | Passive voice | |
Present participle ➤ | υποσχόμενος, ‑η, ‑ο ➤ | |
Perfect participle ➤ | υπεσχημένος, ‑η, ‑ο / υποσχεμένος, ‑η, ‑ο ➤ | |
Nonfinite form ➤ | υποσχεθεί | |
Notes Appendix:Greek verbs |
• Both perfect participles are rare, the form υπεσχημένος (ypeschiménos) being strictly formal. • (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |