From υστερό- (ysteró-, “after, subsequent”) + γραφή (grafí, “writing”), a calque of New Latin postscriptum. First attested 1840.[1]
υστερόγραφο • (ysterógrafo) n (plural υστερόγραφα)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | υστερόγραφο (ysterógrafo) | υστερόγραφα (ysterógrafa) |
genitive | υστερογράφου (ysterográfou) υστερόγραφου (ysterógrafou) |
υστερογράφων (ysterográfon) |
accusative | υστερόγραφο (ysterógrafo) | υστερόγραφα (ysterógrafa) |
vocative | υστερόγραφο (ysterógrafo) | υστερόγραφα (ysterógrafa) |