φαστ φουντ (fast fount, “fast food”) + -άδικο (-ádiko, “shop”)
φαστφουντάδικο • (fastfountádiko) n (plural φαστφουντάδικα)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | φαστφουντάδικο (fastfountádiko) | φαστφουντάδικα (fastfountádika) |
genitive | φαστφουντάδικου (fastfountádikou) | φαστφουντάδικων (fastfountádikon) |
accusative | φαστφουντάδικο (fastfountádiko) | φαστφουντάδικα (fastfountádika) |
vocative | φαστφουντάδικο (fastfountádiko) | φαστφουντάδικα (fastfountádika) |