φοινικοτρύγονο • (foinikotrýgono) n (plural φοινικοτρύγονα)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | φοινικοτρύγονο (foinikotrýgono) | φοινικοτρύγονα (foinikotrýgona) |
genitive | φοινικοτρυγόνου (foinikotrygónou) φοινικοτρύγονου (foinikotrýgonou) |
φοινικοτρυγόνων (foinikotrygónon) φοινικοτρύγονων (foinikotrýgonon) |
accusative | φοινικοτρύγονο (foinikotrýgono) | φοινικοτρύγονα (foinikotrýgona) |
vocative | φοινικοτρύγονο (foinikotrýgono) | φοινικοτρύγονα (foinikotrýgona) |
The genitive forms are uncertain.