φονταμενταλίστρια • (fontamentalístria) f (plural φονταμενταλίστριες, masculine φονταμενταλιστής)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | φονταμενταλίστρια (fontamentalístria) | φονταμενταλίστριες (fontamentalístries) |
genitive | φονταμενταλίστριας (fontamentalístrias) | φονταμενταλιστριών (fontamentalistrión) |
accusative | φονταμενταλίστρια (fontamentalístria) | φονταμενταλίστριες (fontamentalístries) |
vocative | φονταμενταλίστρια (fontamentalístria) | φονταμενταλίστριες (fontamentalístries) |