φονταμενταλιστικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word φονταμενταλιστικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word φονταμενταλιστικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say φονταμενταλιστικός in singular and plural. Everything you need to know about the word φονταμενταλιστικός you have here. The definition of the word φονταμενταλιστικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofφονταμενταλιστικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

φονταμενταλιστικός (fontamentalistikósm (feminine φονταμενταλιστική, neuter φονταμενταλιστικό)

  1. fundamentalist

Declension

Declension of φονταμενταλιστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative φονταμενταλιστικός (fontamentalistikós) φονταμενταλιστική (fontamentalistikí) φονταμενταλιστικό (fontamentalistikó) φονταμενταλιστικοί (fontamentalistikoí) φονταμενταλιστικές (fontamentalistikés) φονταμενταλιστικά (fontamentalistiká)
genitive φονταμενταλιστικού (fontamentalistikoú) φονταμενταλιστικής (fontamentalistikís) φονταμενταλιστικού (fontamentalistikoú) φονταμενταλιστικών (fontamentalistikón) φονταμενταλιστικών (fontamentalistikón) φονταμενταλιστικών (fontamentalistikón)
accusative φονταμενταλιστικό (fontamentalistikó) φονταμενταλιστική (fontamentalistikí) φονταμενταλιστικό (fontamentalistikó) φονταμενταλιστικούς (fontamentalistikoús) φονταμενταλιστικές (fontamentalistikés) φονταμενταλιστικά (fontamentalistiká)
vocative φονταμενταλιστικέ (fontamentalistiké) φονταμενταλιστική (fontamentalistikí) φονταμενταλιστικό (fontamentalistikó) φονταμενταλιστικοί (fontamentalistikoí) φονταμενταλιστικές (fontamentalistikés) φονταμενταλιστικά (fontamentalistiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο φονταμενταλιστικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο φονταμενταλιστικός, etc.)