φονταμενταλιστικός • (fontamentalistikós) m (feminine φονταμενταλιστική, neuter φονταμενταλιστικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | φονταμενταλιστικός (fontamentalistikós) | φονταμενταλιστική (fontamentalistikí) | φονταμενταλιστικό (fontamentalistikó) | φονταμενταλιστικοί (fontamentalistikoí) | φονταμενταλιστικές (fontamentalistikés) | φονταμενταλιστικά (fontamentalistiká) | |
genitive | φονταμενταλιστικού (fontamentalistikoú) | φονταμενταλιστικής (fontamentalistikís) | φονταμενταλιστικού (fontamentalistikoú) | φονταμενταλιστικών (fontamentalistikón) | φονταμενταλιστικών (fontamentalistikón) | φονταμενταλιστικών (fontamentalistikón) | |
accusative | φονταμενταλιστικό (fontamentalistikó) | φονταμενταλιστική (fontamentalistikí) | φονταμενταλιστικό (fontamentalistikó) | φονταμενταλιστικούς (fontamentalistikoús) | φονταμενταλιστικές (fontamentalistikés) | φονταμενταλιστικά (fontamentalistiká) | |
vocative | φονταμενταλιστικέ (fontamentalistiké) | φονταμενταλιστική (fontamentalistikí) | φονταμενταλιστικό (fontamentalistikó) | φονταμενταλιστικοί (fontamentalistikoí) | φονταμενταλιστικές (fontamentalistikés) | φονταμενταλιστικά (fontamentalistiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο φονταμενταλιστικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο φονταμενταλιστικός, etc.)