Calque of English photocopy:φωτο- (foto-) + αντίγραφο (antígrafo).
φωτοαντίγραφο • (fotoantígrafo) n (plural φωτοαντίγραφα)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | φωτοαντίγραφο (fotoantígrafo) | φωτοαντίγραφα (fotoantígrafa) |
genitive | φωτοαντιγράφου (fotoantigráfou) φωτοαντίγραφου (fotoantígrafou) |
φωτοαντιγράφων (fotoantigráfon) φωτοαντίγραφων (fotoantígrafon) |
accusative | φωτοαντίγραφο (fotoantígrafo) | φωτοαντίγραφα (fotoantígrafa) |
vocative | φωτοαντίγραφο (fotoantígrafo) | φωτοαντίγραφα (fotoantígrafa) |