Inherited from Byzantine Greek χαρούμενος (kharoúmenos), from χαιρούμενος (chairoúmenos) with influence of noun χαρά (chará, “joy”), a passive present participle of χαίρω (chaíro), with ending -ούμενος (-oúmenos).[1]
χαρούμενος • (charoúmenos) m (feminine χαρούμενη, neuter χαρούμενο) chiefly used adjectivally
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | χαρούμενος (charoúmenos) | χαρούμενη (charoúmeni) | χαρούμενο (charoúmeno) | χαρούμενοι (charoúmenoi) | χαρούμενες (charoúmenes) | χαρούμενα (charoúmena) | |
genitive | χαρούμενου (charoúmenou) | χαρούμενης (charoúmenis) | χαρούμενου (charoúmenou) | χαρούμενων (charoúmenon) | χαρούμενων (charoúmenon) | χαρούμενων (charoúmenon) | |
accusative | χαρούμενο (charoúmeno) | χαρούμενη (charoúmeni) | χαρούμενο (charoúmeno) | χαρούμενους (charoúmenous) | χαρούμενες (charoúmenes) | χαρούμενα (charoúmena) | |
vocative | χαρούμενε (charoúmene) | χαρούμενη (charoúmeni) | χαρούμενο (charoúmeno) | χαρούμενοι (charoúmenoi) | χαρούμενες (charoúmenes) | χαρούμενα (charoúmena) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο χαρούμενος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο χαρούμενος, etc.)