Borrowed from Hebrew כְּרוּב (k'rúv).[1]
χερούβ • (kheroúb) n or m (genitive —); irregular declension
Case / # | Singular | Plural |
---|---|---|
Nominative | ὁ χερούβ ho kheroúb |
οἱ χερουβίν / χερουβείμ / χερουβείν / χερουβίμ / χερουβεῖς hoi kheroubín / kheroubeím / kheroubeín / kheroubím / kheroubeîs |
Genitive | — | τῶν χερουβείν / χερουβεῖς tôn kheroubeín / kheroubeîs |
Dative | — | — |
Accusative | τὸν χερούβ tòn kheroúb |
τοὺς χερουβίν / χερουβείμ / χερουβείν / χερουβίμ / χερουβεῖς toùs kheroubín / kheroubeím / kheroubeín / kheroubím / kheroubeîs |
Vocative | χερούβ kheroúb |
χερουβίν / χερουβείμ / χερουβείν / χερουβίμ / χερουβεῖς kheroubín / kheroubeím / kheroubeín / kheroubím / kheroubeîs |