χλευαστικός • (chlevastikós) m (feminine χλευαστική, neuter χλευαστικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | χλευαστικός (chlevastikós) | χλευαστική (chlevastikí) | χλευαστικό (chlevastikó) | χλευαστικοί (chlevastikoí) | χλευαστικές (chlevastikés) | χλευαστικά (chlevastiká) | |
genitive | χλευαστικού (chlevastikoú) | χλευαστικής (chlevastikís) | χλευαστικού (chlevastikoú) | χλευαστικών (chlevastikón) | χλευαστικών (chlevastikón) | χλευαστικών (chlevastikón) | |
accusative | χλευαστικό (chlevastikó) | χλευαστική (chlevastikí) | χλευαστικό (chlevastikó) | χλευαστικούς (chlevastikoús) | χλευαστικές (chlevastikés) | χλευαστικά (chlevastiká) | |
vocative | χλευαστικέ (chlevastiké) | χλευαστική (chlevastikí) | χλευαστικό (chlevastikó) | χλευαστικοί (chlevastikoí) | χλευαστικές (chlevastikés) | χλευαστικά (chlevastiká) |