χρεωστικός • (chreostikós) m (feminine χρεωστική, neuter χρεωστικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | χρεωστικός • | χρεωστική • | χρεωστικό • | χρεωστικοί • | χρεωστικές • | χρεωστικά • |
genitive | χρεωστικού • | χρεωστικής • | χρεωστικού • | χρεωστικών • | χρεωστικών • | χρεωστικών • |
accusative | χρεωστικό • | χρεωστική • | χρεωστικό • | χρεωστικούς • | χρεωστικές • | χρεωστικά • |
vocative | χρεωστικέ • | χρεωστική • | χρεωστικό • | χρεωστικοί • | χρεωστικές • | χρεωστικά • |