Learnedly from χρηματο- (chrimato-) + πιστωτικός (pistotikós).[1]
χρηματοπιστωτικός • (chrimatopistotikós) m (feminine χρηματοπιστωτική, neuter χρηματοπιστωτικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | χρηματοπιστωτικός • | χρηματοπιστωτική • | χρηματοπιστωτικό • | χρηματοπιστωτικοί • | χρηματοπιστωτικές • | χρηματοπιστωτικά • |
genitive | χρηματοπιστωτικού • | χρηματοπιστωτικής • | χρηματοπιστωτικού • | χρηματοπιστωτικών • | χρηματοπιστωτικών • | χρηματοπιστωτικών • |
accusative | χρηματοπιστωτικό • | χρηματοπιστωτική • | χρηματοπιστωτικό • | χρηματοπιστωτικούς • | χρηματοπιστωτικές • | χρηματοπιστωτικά • |
vocative | χρηματοπιστωτικέ • | χρηματοπιστωτική • | χρηματοπιστωτικό • | χρηματοπιστωτικοί • | χρηματοπιστωτικές • | χρηματοπιστωτικά • |