ἐμπιστευτιός • (empisteutiós) m (plural ἐμπιστευτιόδες or ἐμπιστευτιῶδες or ἐμπιστευτιῶταις)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ἐμπιστευτιός (empisteutiós) | ἐμπιστευτιῶδες (empisteutiôdes) ἐμπιστευτιῶταις (empisteutiôtais) |
genitive | ἐμπιστευτιοῦ (empisteutioû) ἐμπιστευτιό (empisteutió) |
ἐμπιστευτιόδες (empisteutiódes) ἐμπιστευτιούς (empisteutioús) |
accusative | ἐμπιστευτιόν (empisteutión) | ἐμπιστευτιόδες (empisteutiódes) |
vocative | - | - |
dative — ἐμπιστευτιόδες (empisteutiódes)