Hello, you have come here looking for the meaning of the word
Appendix:Greek vocabulary/Colour. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word
Appendix:Greek vocabulary/Colour, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say
Appendix:Greek vocabulary/Colour in singular and plural. Everything you need to know about the word
Appendix:Greek vocabulary/Colour you have here. The definition of the word
Appendix:Greek vocabulary/Colour will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition of
Appendix:Greek vocabulary/Colour, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.
- χρώμα • ("adjectives for colours/colors") (el)
- for names of colours, see the neuter form of the adjecives
- αιμάτινος • ("blood red") (el)
- ακαζού • ("mahogany") (el)
- άλικος • ("scarlet, crimson") (el)
- αργυρός • ("silver") (el)
- ασημής • ("silver") (el)
- άσπρος • ("white") (el)
- βαθύ μπλε • ("deep blue, navy blue") (el)
- βαθυκύανος • ("teal") (el)
- βιολετής • ("violet, purple") (el)
- βυσσινής • ("sour cherry red") (el)
- γαλάζιος • ("azure, sky blue") (el)
- γαλανός • ("light/pale blue") (el)
- γκρίζος • ("grey, gray") (el)
- δαμασκηνής • ("damson, plum") (el)
- ερυθροκύανος • ("purple, mauve") (el)
- ερυθρός • ("red") (el)
- θαλασσής • ("sea blue") (el)
- ίντιγκο • ("indigo") (el)
- ιόχρους • ("violet") (el)
- ιώδης • ("purple") (el)
- κανελής • ("cinnamon") (el)
- καστανέρυθρος • ("maroon") (el)
- καστανοκίτρινος • ("fawn") (el)
- καστανοκόκκινος • ("puce") (el)
- καστανός • ("brown") (el)
- καταγάλανος • ("all blue, dark blue") (el)
- κατακόκκινος • ("all red, dark red") (el)
- κατάλευκος • ("all white, snow-white") (el)
- κατάμαυρος • ("jet-black, pitch-black") (el)
- καταπόρφυρος • ("all red") (el)
- καταπράσινος • ("all green, deep green") (el)
- κάτασπρος • ("all white, snow-white") (el)
- καφετής • ("coffee") (el)
- κεραμιδής • ("terracotta") (el)
- κερασένιος • ("cherry") (el)
- κίτρινος • ("yellow") (el)
- κοκκινοχρυσός • ("titian") (el)
- κόκκινος • ("red") (el)
- κρεμ • ("cream") (el)
- κυανός • ("cyan") (el)
- λαδής • ("olive") (el)
- λαχανής • ("lime") (el)
- λεμονής • ("lemon") (el)
- λευκός • ("white") (el)
- λιλά • ("lilac") (el)
- λουλακής • ("indigo") (el)
- μαβής • ("dark blue") (el)
- ματζέντα • ("magenta") (el)
- μαυρισμένος • ("blacked, blackened") (el)
- μαύρος • ("black") (el)
- μενεξεδής • ("violet, purple") (el)
- μπεζ • ("beige") (el)
- μπλε μαρέν • ("navy blue") (el)
- μπλε • ("blue") (el)
- μωβ • ("mauve") (el), μοβ
- ολόασπρος • ("snow/lily-white") (el)
- ουρανής • ("sky blue") (el)
- πάλλευκος • ("snow/lily-white") (el)
- πορτοκαλής • ("orange") (el)
- πορφυρός • ("purple") (el)
- πρασινούλης • ("greenish") (el)
- πρασινωπός • ("greenish") (el)
- πράσινος • ("green") (el)
- ροδακινί • ("peach") (el)
- ροζ • ("pink") (el)
- σκαρλάτος • ("crimson, scarlet") (el)
- σκατής • ("shitty brown") (el)
- σκούρο μπλε • ("dark/navy blue") (el)
- σταχτής • ("grey, gray, ashen") (el)
- τριανταφυλλής • ("rose") (el)
- τυρκουάζ • ("turquoise") (el)
- φούξια • ("fuchsia") (el)
- χακί • ("khaki") (el)
- χένα • ("henna") (el) / χέννα
- χρυσαφής • ("golden") (el)
- χρυσός • ("gold") (el)
- ωχρός • ("ochre") (el)