local headwords = {
"α",
"αβαπτιστος",
"αβλαυτος",
"αβροτονιτης",
"αγαθοτης",
"αγαλματοποιητικη",
"αγαπη",
"αγγελιαρχος",
"αγελαιοτροφια",
"αγη",
"αγκαλη",
"αγκυριζω",
"αγμος",
"αγνωμονευω",
"αγοραιος",
"αγραμματια",
"αγριοφαγος",
"αγρωστινος",
"αγχιστεια",
"αγωγαιος",
"αγων",
"αγωνοθετης",
"αδεισιδαιμονως",
"αδηλοτης",
"αδιαρροια",
"αδικη",
"αδολεσχικος",
"αδροσια",
"αδωνις",
"αεικινητως",
"αεξιτροφος",
"αερσινοος",
"αζωος",
"αθανατως",
"Αθηναγορας",
"αθλητης",
"αθροιστεον",
"αι",
"Αιγιαλια",
"αιγοβολος",
"αιδης",
"αιθαλοεις",
"αιθυια",
"αιματαω",
"αιμοστασις",
"Αινιτος",
"αιολοβροντης",
"αιρετεος",
"αιρωδης",
"αισθητηριον",
"Αισχρεας",
"Αισων",
"αιτιος",
"Αιων",
"ακαλαρροος",
"ακαπνωτος",
"ακατασκηνωτος",
"ακερχνος",
"ακηπευτος",
"Ακκω",
"ακμης",
"ακολουθησις",
"ακοντοφορος",
"ακουστεος",
"ακραιπαλος",
"ακριβευομαι",
"ακροατεον",
"ακρολογος",
"ακροστομιον",
"Ακταιον",
"ακυμαντως",
"Αλαιαι",
"Αλαστοριδης",
"αλεαντιχος",
"Αλεκτωρ",
"αλεπος",
"αληθομυθος",
"αλιας",
"αλιμενος",
"Αλισαρνα",
"Αλκαθοος",
"Αλκμαιων",
"αλλα",
"αλληλοφονια",
"αλλομορφος",
"αλλοτριοτιραγμονεω",
"αλμας",
"αλοιμαν",
"αλσων",
"αλυτως",
"αλωπεκιας",
"αμαθιτις",
"αμαξουργος",
"Αμαστριανος",
"αμβλυσκω",
"αμειδης",
"αμελεστερον",
"αμεταγνωστος",
"αμηχαναω",
"αμιλλημα",
"Αμμωνιος",
"αμορβεω",
"αμπελων",
"αμυδροτης",
"Αμυνων",
"αμφεχυθην",
"αμφιβασις",
"αμφιδομος",
"Αμφικαια",
"αμφιλεκτος",
"αμφιπιτνω",
"αμφισβητημα",
"αμφιφοβεομαι",
"αμφωβολος",
{"αν", 114},
{"ανα", 115},
"αναβεβλημενως",
"αναγγελος",
"αναγκοφαγια",
"αναγωγευς",
"αναδεω",
"αναελπτος",
"αναθορυβεω",
"αναιρω",
"ανακαλυπτηριον",
"ανακλαυσις",
"ανακουφιζω",
"ανακυμβαλιαζω",
"αναλειπτος",
"αναλογως",
"αναμερος",
"ανανδροω",
"αναξηρανσις",
"αναπαυτηριον",
"αναπιμπρημι",
"αναπλωταζω",
"αναποτευκτως",
"αναριθμεω",
"αναρριχαομαι",
"ανασκευαστεον",
"αναστασια",
"αναστρολογητος",
"ανατειχιζω",
"ανατρεπτεον",
"αναυμαχητος",
"αναφευγω",
"αναφωνησις",
"ανδαιω",
"ανδρειοτης",
"ανδροκτονεω",
"ανεγερμων",
"ανεκας",
"ανελκωσις",
"ανενδοιαστος",
"ανεπιδεικτος",
"ανεπιτακτως",
"ανερω",
"ανευροσματωδης",
"ανηγρετος",
"ανηρεικτος",
"ανθεμουργος",
"ανθοβαφεια",
"ανθρακοποιια",
"ανθρωποπαθεω",
"Ανθω",
"ανιην",
"ανιστορεω",
"ανοδους",
"ανοικτος",
"ανονομαστος",
"ανοφθαλμιατος",
"Ανταλκιδας",
"ανταποδοσις",
"αντεισακτος",
"αντεπεξειμι",
"αντεφευρισκω",
"αντιανειρα",
"Αντιγονος",
"αντιδρομεω",
"αντικατατρεχω",
"αντικωλυτεον",
"αντιμαρτυρομαι",
"Αντιοδημις",
"αντιπαραλαμβανω",
"αντιπεριλαμβανω",
"αντιπροκαταληπτεον",
"αντισποδον",
"αντισφην",
"αντιτυποω",
"αντιχειροτονεω",
"αντριτης",
"ανυπερθετεω",
"ανω",
"ανωθεω",
"αξιαγαπητος",
"Αξιος",
"Αξυλος",
"αοριστωδης",
"απαγωγη",
"απαιολημα",
"απαλλοτριος",
"απαμερδω",
"απαντικρυ",
"απαρασημαντος",
"απαρτημα",
"απατερθε",
"απεδιλωτος",
"απειμι",
"απειροδυναμος",
"απελαω",
"απεραντολογεω",
"απερινοητως",
"απευθης",
"απηλαυον",
"απιος",
"απλευστος",
"απλωτος",
"αποαινυμαι",
"αποβλημα",
"απογλαυκωσις",
"αποδεικνυω",
"αποδημος",
"αποδοκιμαστεος",
"αποθεαομαι",
"αποθυστανιον",
"αποκαινυμαι",
"αποκερδαινω",
"αποκλισις",
"αποκρισις",
"αποκυβισταω",
"απολειμμα",
"απολιτευτος",
"Απολλωνιατης",
"απολυωρητος",
"απομισθοω",
"απονεω",
"αποξυρεω",
"Αποπις",
"αποπρηνιζω",
"απορημα",
"απορρηγμα",
"αποσβεννυω",
"αποσκλησῃ",
"αποστασις",
"αποστολικος",
"αποσφαλμεω",
"αποτειχισις",
"αποτιννυμι",
"αποτροπαομαι",
"αποφανοω",
"αποφοιταω",
"αποχρεμμα",
"αποψωλεω",
"απροληπτος",
"απροσχυτος",
"απτωτος",
"Αραβες",
"αραιασαρκος",
"Αρατειον",
"αργεμα",
"Αργος",
"αργυρορρυτας",
"Αρειος",
"αρετη",
"Αρητη",
"αριθμημα",
"αρισταφυλος",
"αριστοκρατια",
"αριφανης",
"Αρκτος",
"αρμενιστι",
"Αρμων",
"αροτροπονος",
"αρπαστος",
"αρρευστος",
"αρρωστως",
"αρτεμια",
"αρτιγενης",
"αρτιχυτος",
"αρχαγγελικος",
"Αρχεπολις",
"Αρχιδαμος",
"Αρχιτελης",
"αρωγοναυτης",
"Ασβολος",
"ασθενιη",
"ασκαφος",
"ασκοπος",
"Ασπασια",
"ασπουδως",
"αστεκτος",
"αστοδρομουμεναν",
"αστρατηγησια",
"αστυβοωτης",
"ασυλλογιστως",
"ασυνετεω",
"ασφαλιος",
"ασωδως",
"Αταρβης",
"ατελιη",
"Ατηιος",
"ατιμοω",
"ατολμως",
"ατρεκιη",
"ατρυγετος",
"ατυκτος",
"αυγηεις",
"αυθαδιαζομαι",
"αυλειτης",
"Αυλος",
"αυοτης",
"αυταριεις",
"αυτοαγγελτος",
"αυτοδυας",
"Αυτοκρατης",
"Αυτομενης",
"αυτοπτερος",
"αυτοσανδαρακη",
"αυτοσχεδιαστης",
"αυτοφυια",
"Αυφιδιος",
"αφαιρετεω",
"αφανισις",
"αφειδεω",
"αφετος",
"αφθονεστερος",
"αφικανω",
"αφιλοσοφος",
"αφνημων",
"αφορμαω",
"αφροδισιαζω",
"αφυδιον",
"αφωνος",
"αχαριστεω",
"αχθεινος",
"αχνη",
"αχρηστως",
"αψεγεως",
"αωδης",
"βαδιζω",
"βαθυδινης",
"βαθυσικος",
"βαιον",
"Βακχειον",
"βαλανις",
"βαλλωτη",
"βαναυσοτεχνεω",
"βαρβαροστομια",
"βαρυγλωσσος",
"βαρυπνοια",
"βασανιστηριος",
"βασιλικως",
"βαστακτεον",
"Βατων",
"βεβαιωμα",
"βελοστασια",
"Βερηνια",
"βηχικος",
"βιβαζω",
"βιοδωτης",
"Βιρκεννα",
"βλαπτηριος",
"βλαυτη",
"βληχας",
"βοατις",
"βοηθημα",
"Βοιωτουργης",
"Βομιλκας",
"Βορυσθενειτης",
"βοτρυδιον",
"Βουθος",
"βουλευτηριος",
"βουλομαχος",
"βουτιοιητος",
"βουχανδης",
"βραδυσιτεω",
"βραχυονειρος",
"βρενθις",
"βρικελοι",
"βροτοκλωστειρα",
"βρυτικος",
"βυβλιοθηκη",
"βυσαυχην",
"βωστρεω",
"Γαισων",
"γαλεαγρα",
"γαμηλευμα",
"γαμψος",
"Γαραιτιον",
"γαστριον",
"γεα",
"γεγωνησις",
"γελασκω",
"γελοτοποιεω",
"γενεθλιολογια",
"Γενναδιος",
"γενουστης",
"γερανομαχια",
"Γερροι",
"γεφυρωμα",
"γεωτομια",
"γηπεδον",
"γιγαντιαιος",
"γιγνωσκω",
"Γιγωνος",
"Γλαυκοθεα",
"γληχωνιτης",
"γλυκοεις",
"γλωξ",
"γναθοω",
"Γνωμη",
"γνωσιγραφια",
"γοηρος",
"γονιμοτης",
"γοοωσα",
"γουνασμα",
"γραμματευω",
"γραυις",
"γραψαιος",
"Γρυνειος",
"Γυμναιοι",
"γυμνοσπερμος",
"Γυνδανης",
"δ",
"Δαιθος",
"δαιμων",
"δαιως",
"δακρυχεων",
"Δαμαιος",
"δαμνημι",
"Δαουχος",
"Δαρειογενης",
"δασυσμος",
"Δαφνους",
"δεαμαι",
"δεδημευμενως",
"δειελιαω",
"δεικτος",
"δειναρχος",
"δεινωπος",
"δεισιδαιμονεω",
"δεκαπληγος",
"δεκεμβριος",
"δελφινισκος",
"δενδροπημων",
"δεξιος",
"δερκυλιδας",
"δεσμοφυλαξ",
"δευρο",
"δευτεροστατης",
"δεψω",
{"δεω", 451},
"δη",
"δηληεις",
"δημαγωγια",
"Δημητρα",
"Δημοδικη",
"Δημος",
"Δημοστρατος",
"δηναριον",
{"δια", 460},
"Δια",
"διαβατεος",
"διαβολως",
"διαγινομαι",
"διαγυιος",
"διαδεω",
"διαδοχος",
"διαζευκτικως",
"διαθηλυνω",
"διαιρημα",
"διαιτημα",
"διακενης",
"διακονημα",
"διακρατησις",
"διακτωρ",
"διαλειβομαι.",
"διαλληλος",
"διαμαλασσω",
"διαμεσος",
"διαμφισβητησις",
"διανοητικος",
"διαπαρθενια",
"διαπηδαω",
"διαπνευστικος",
"διαποστολη",
"διαπυροω",
"διαρρηδην",
"διασεσηρως",
"διασκορπιζω",
"διασταυροω",
"διασυρτεον",
"διατατικος",
"διατιλαω",
"διατριβικος",
"διαφαιρεω",
"διαφευκτικος",
"διαφοροτης",
"διαχασκω",
"διαψηλαφητεον",
"διδασκεμεν",
{"διδωμι", 501},
"διε",
"διεκθεω",
"διενθυμεομαι",
"διεπιφωσκω",
"διετησιως",
"διηγησις",
"διιθυντηρ",
"Δικαιαρχειτης",
"δικαιωτηριον",
"δικογραφια",
"Δικων",
"Δινος",
"διοικησις",
"Διομηις",
"Διονυσοφανης",
"διορισις",
"Διοτρεφης",
"διπλοις",
"δις",
"δισυλλαβεω",
"διφρευτικος",
"διχομηνος",
"διψοσυνη",
"διωλενιος",
"δοαζω",
"δοκιμασια",
"δοκιμαστεος",
"δολιχος",
"δομη",
"δοξαζω",
"δορικανης",
"δορυαλωτος",
"δουλεκδουλος",
"δουρατα",
"δρακοντομαλλος",
"δραχμη",
"δριμυφαγεω",
"δρυα",
"Δρυς",
"Δυναμενη",
"δυναστης",
"δυογον",
"δυσανακρατος",
"δυσαρεστως",
"δυσδιασπαστος",
"δυσελπιστια",
"δυσεργως",
"δυσθηρευτος",
"δυσκατουλωτος",
"δυσμαθης",
"δυσνοστος",
"δυσπαραιτητος",
"δυσπονης",
"δυστεκνια",
"δυσφθαρτος",
"δυσχιστος",
"δυω",
"δωδεκηρης",
"δωρισμος",
"ε,ε",
"εαρινος",
"εαων",
"εγγιαω",
"εγγυη",
"εγελαξα",
"εγκακοπαθεω",
"εγκαταζευγνυμι",
"εγκαταταττω",
"εγκεραννυω",
"εγκλιτικος",
"εγκραιπαλαω",
"εγκυκλιως",
"εγχαλαω",
"εγχλιω",
"εγχωρος",
"εδεατρος",
"εδρικος",
"εθελημων",
"εθικος",
{"ει", 581},
false,
false,
"ειδω",
"ειδωλοποιεω",
"εικοσακλινος",
"εικω",
"ειλη",
{"ειμι", 589},
false,
false,
false,
"ειν",
"ειργω",
"ειρμος",
{"εις", 596},
false,
false,
"εισαιω",
"εισβασις",
"εισερρυη",
"εισκαταβαινω",
"εισοπωπεομαι",
"εισποιησις",
"εισχειριζω",
{"εκ", 606},
false,
"εκαστοτε",
"εκατομβοιος",
"εκβακχευσις",
"εκβλεπω",
"εκγοητευω",
"εκδιδυσκω",
"εκδυσια",
"εκεχειροφορος",
"εκθησαυριζω",
"εκκακεω",
"εκκλαω",
"εκκολαπτω",
"εκκυβευω",
"εκλασα",
"εκλιπης",
"εκμανως",
"εκνεφοομαι",
"εκπειραομαι",
"εκπιεσμος",
"εκπλινθευω",
"εκπονηρευω",
"εκπυεω",
"εκσκαπτω",
"εκτατο",
"εκτικως",
"εκτοτε",
"εκτυπωμα",
"εκφευγω",
"εκφροντιζω",
"εκχυνω",
"ελαιοφιλοφαγος",
"ελατειρα",
"ελαφος",
"ελεγειοποιος",
"ελειοτροφος",
"ελευθεροπρεπης",
"ελεφας",
"ελιξ",
"ελκω",
"ελλειπτικως",
"ελλησποντιακος",
"ελπινικη",
"εμβα",
"εμβασιχυτρος",
"εμβραχυ",
"εμμανως",
"εμμορε",
"εμπαροινημα",
"εμπελαω",
"εμπιπραω",
"εμπλην",
"εμποιησις",
"εμπρησις",
"εμφαγειν",
"εμφλοιος",
"εμφωλευω",
{"εν", 664},
false,
"εναισιμος",
"ενανθρωπινως",
"εναπενιαυτιζω",
"εναπτω",
"ενατενισμος",
"ενδεικτης",
"ενδεως",
"ενδικως",
"ενδυκες",
"ενειργνυμι",
"ενεργημα",
"ενεχυρασια",
"ενθαλασσιος",
"ενθρομβωσις",
"ενιημι",
"ενισχνος",
"εννενωκασι",
"εννυχευω",
"ενοραω",
"ενοω",
"ενστατικως",
"εντειρω",
"εντεχνως",
"εντοσθε",
"εντυπας",
"ενωμοταρχης",
"εξαγωγευς",
"εξαιρετεος",
"εξακεω",
"εξαλλος",
"εξαναβαινω",
"εξανθισμα",
"εξαπιναιος",
"εξαρθρωσις",
"εξας",
"εξεδαφιζω",
"εξελεγκτεος",
"εξεργασια",
"εξερω",
"εξεχεγλουτος",
"εξην",
"εξιπταμαι",
"εξκαιπεντηκονταπλασιος",
"εξοιστρεω",
"εξονομακληδην",
"εξοσδεις",
"εξυγιαζω",
"εξωκεανιζω",
"εους",
"επαγωγη",
"επαιοναω",
"επακολουθησις",
"επαλληλια",
"επαναβαθμος",
"επαναλεγω",
"επαναφυσαω",
"επανοιδεω",
"επαραομαι",
"επασαι",
"επαφετεον",
"επει",
"επειδαν",
"επεικασμος",
"επεισερχομαι",
"επειχθηναι",
"επεμβεβαως",
"επεξετασις",
"επεσβολια",
"επηβησαν",
"επηρεια",
{"επι", 736},
false,
false,
"επιβακχευω",
"επιβιβαζω",
"επιβουλη",
"επιγεννημα",
"επιγραφω",
"επιδεικτικος",
"επιδηλωσις",
"επιδικασια",
"επιδυω",
"επιζημιοω",
"επιθετως",
"επικαθεζομαι",
"επικαρπιδιος",
"επικειρω",
"επικλαω",
"επικοινοω",
"επικραιαινω",
"επικτερειζω",
"επιλαμπρος",
"επιληπτεον",
"επιμαιομαι",
"επιμελεταω",
"επιμητιαω",
"επιναυσιος",
"επινομοθετεω",
"επιπαραγιγνομαι",
"επιπιπτω",
"επιπνιγω",
"επιπρεπω",
"επιρραντιζω",
"επιρρυσμιος",
"επισημως",
"επισκηψις",
"επισπαστικως",
"επισταμαι",
"επιστεφω",
"επιστρατηιη",
"επισυλλογιζομαι",
"επισφαλως",
"επιτασσω",
"επιτεμνω",
"επιτηδευτεον",
"επιτιμος",
"επιτρησις",
"επιτρυγαω",
"επιφημι",
"επιφοιτησις",
"επιχαιραγαθος",
"επιχευαι",
"επιχωρησις",
"εποικονομεω",
"εποπταω",
"επουρεω",
"επταθεος",
"επω",
"επῳαδιος",
"επωπευς",
"ερατιδαι",
"εργασιμη",
"εργον",
"ερεγμινος",
"ερεισμος",
"ερευκτικος",
"ερημοω",
"εριηρος",
"εριουργος",
"ερκιος",
"ερμηνιος",
"ερμοκρεων",
"ερπυς",
"ερυθραιος",
"ερυμνως",
"ερχομαι",
"ερχομενος",
"ερωτητεον",
"εσθω",
"εσσυμαι",
"εστιοδωρος",
"εσχατοων",
"εταφην",
"ετεροκινητος",
"ετερος",
"ετερωθε",
"ετοιμοσβεστος",
"ευ",
"ευαινετος",
"ευαντυξ",
"ευαφορμως",
"ευγενετειρα",
"ευδαιμονικος",
"ευδιαπνοος",
"ευδρανεια",
"ευεντρεπτος",
"ευεργης",
"ευηκοια",
"ευθεριστον",
"ευθυγλωσσος",
"ευθυπλοια",
"ευιππη",
"ευκατηγορητος",
"ευκολινη",
"ευκροτος",
"ευλεπιστος",
"ευμαρεως",
"ευμηκιος",
"ευνετης",
"ευνουχιον",
"ευοπλια",
"ευπαρακομιστος",
"ευπεριφωρος",
"ευποδια",
"ευπρεπεω",
"ευρεσις",
"ευροπος",
"ευρυκοωσα",
"ευρυτος",
"ευσεβια",
"ευσταλια",
"ευσυμφυτος",
"ευτειχεος",
"ευτραπελος",
"ευτυχης",
"ευφιμος",
"ευφυια",
"ευχηνωρ",
"ευψυχης",
"εφαπαλος",
"εφειμενος",
"εφεσος",
"εφηλοτης",
"εφικνεομαι",
"εφιστορεω",
"εφορμεω",
"εχεδημια",
"εχθρευω",
{"εχω", 874},
false,
"εχωντι",
"εως",
"ζαλεια",
"ζεσμα",
"ζευς",
"ζηλος",
"ζηρινθιος",
"ζυγαστρον",
"ζωαρκης",
"ζωνη",
"ζωοτοκος",
"ζῳωδης",
"η",
"ηβητωρ",
"ηγερεθομαι",
"ηδη",
"ηδυντεον",
"ηε",
"ηιθεα",
"ηλε",
"ηλικιαζομαι",
"ηλιος",
"ημαιθον",
"ημερις",
"ημιβιος",
"ημικυλινδρος",
"ημιπυρωτος",
"ημιυφαντος",
"ηνιον",
"ηπειγμενως",
"ηρ",
"ηρακλισκος",
"ηροσκαμανδρος",
"ησσαω",
"ησυχιως",
"ηφαιστοτευκτος",
"θακειον",
"θαλασσις",
"θαλια",
"θαμβητειρα",
"θαπτω",
"θαυμαζω",
"θαυματοεις",
"θεαριδης",
"θειογενης",
"θελκτηριον",
"θεμισκρεων",
"θεοδοξια",
"θεολυτη",
"θεοπτια",
"θεοτρεφης",
"θεραπευτικως",
"θερμαιος",
"θερσαγορας",
"θεσμοφυλαξ",
"θεστυλις",
"θεωρηματιον",
"θηιον",
"θηλυτοκεω",
"θηρευμα",
"θηροθυμος",
"θησομαι",
"θλιβη",
"θοιματιδιον",
"θορυβητικος",
"θρασος",
"θρασωνιδης",
"θρησκηιη",
"θριωζε",
"θρυψις",
"θυια",
"θυμιατεον",
"θυμοχαρης",
"θυραζε",
"θυρσις",
"θυω",
"θωρηξις",
"ιαμα",
"ιασευς",
"ιαφετης",
"ιδηθεν",
"ιδιοσυγκρασια",
"ιδου",
"ιερακισκος",
"ιερολογια",
"ιεροσολυμηις",
"ιημι",
"ιθυπορεω",
"ικανως",
"ικνουμενος",
"ιλαρια",
"ιλλαινω",
"ιμαω",
"ιναια",
"ιξοβολος",
"ιοτοκος",
"ιππακοντιστης",
"ιππηλατας",
"ιπποθυτεω",
"ιπποποταμος",
"ιππων",
"ισαυδης",
"ισογεως",
"ισομιλησιος",
"ισος",
"ισοχρυσος",
"ιστιαια",
"ιστωρ",
"ισχυρος",
"ιταλιωτης",
"ιφικρατης",
"ιχνευτικος",
"ιωξιδαι",
"καδμηλος",
"καθαμμα",
"καθαρσις",
"καθευδητεον",
"καθημερεια",
"καθιπποτροφεω",
"καθοπλισμος",
"καθυφιστημι",
{"και", 997},
false,
"καινοσπουδος",
"καιρος",
"κακεντρεχεια",
"κακοδικια",
"κακομοιρος",
"κακος",
"κακουργος",
"καλαθινη",
"καλανδαι",
"καλινδηθρα",
"καλλικαρπια",
"καλλιρρημων",
"καλλυντρον",
"καλουισιος",
"καλχηδων",
"καμηλιτης",
"καμπτριον",
"κανη",
"κανων",
"καπνος",
"καραβοειδης",
"καρδοπη",
"καρνιτης",
"καρπυκη",
"καρυδιον",
"κασαμβος",
"κασωριτις",
"κατα",
"καταβατικως",
"καταγανοω",
"καταγνυω",
"καταδακρυω",
"καταδικαστεον",
"καταζαω",
"καταιγις",
"κατακαυσω",
"κατακληις",
"κατακομψευομαι",
"κατακρουσις",
"καταλαμπρος",
"καταλειτουργεω",
"καταλογευς",
"καταμαντευομαι",
"καταμομφος",
"κατανιζω",
"καταξηρος",
"καταπελτικος",
"καταπιστευτεον",
"καταπολιτευομαι",
"καταπυγων",
"καταρρασσω",
"καταρτιζω",
"κατασκαφης",
"κατασκιαω",
"κατασταθμευω",
"καταστοναχεω",
"κατασχετλιαζω",
"κατατιλαω",
"καταυγασμος",
"καταφθιω",
"καταφυτουργεω",
"καταχρυσος",
"κατεγγυη",
"κατενθειν",
"κατερημοω",
"κατευωχεω",
"κατηκα",
"κατοιδα",
"κατονομασια",
"κατοχευς",
"κατωφορος",
"καυστος",
"κε",
"κεαδας",
"κεδρεατις",
"κεις",
"κελαδητις",
"κελεων",
"κενηριον",
"κεντητος",
"κεραμευς",
"κερας",
"κεραυνος",
"κερκινη",
"κερτομος",
"κεφαλαργια",
"κηδεμων",
"κηλητικος",
"κηρ",
"κηρυλος",
"κηφισιασιν",
"κιθαριστικως",
"κιναδων",
"κινηθμος",
"κιος",
"κισσοκορυμβος",
"κλαγγαζω",
"κλαριος",
"κλειδοφορος",
"κλειω",
"κλεπτις",
"κλῃθρον",
"κληρωτι",
"κλινω",
"κλονις",
"κλυτοσθενης",
"κναω",
"κνικιον",
"κογχη",
"κοιλομυχος",
"κοινογαμια",
"κοιντιος",
"κοιται",
"κολακωνυμος",
"κολλυρις",
"κολοφων",
"κομη",
"κομμιωδης",
"κονδυλωδης",
"κοντρουσκος",
"κοπτη",
"κορδυβαλλωδης",
"κορισκω",
"κορυζας",
"κορυφωδης",
"κοσμητειρα",
"κοσμοτεχνητις",
"κοτυλων",
"κουροτοκεω",
"κοχλις",
"κραιπνοφορος",
"κρασπεδοω",
"κρατημα",
"κρατυς",
"κρεμαθρα",
"κρηηναι",
"κρητηθε",
"κριμνωδης",
"κρισπινος",
"κροκυδιζω",
"κροτημα",
"κρυασσευς",
"κρυφεις",
"κτεατος",
"κτησις",
"κυαμοτρωξ",
"κυβερνητικως",
"κυδοσκοπος",
"κυκλα",
"κυκλοω",
"κυλιχνη",
"κυμινδις",
"κυνηδον",
"κυνοτροφος",
"κυπρογενηα",
"κυριος",
"κυρτων",
"κυων",
"κωλεα",
"κωμαυλος",
"κῳος",
"λ,λ",
"λαβροποτεω",
"λαγχανω",
"λαερτιαδης",
"λαιμαργοτης",
"λακισμα",
"λαλιος",
"λαμβδα",
"λαμπριζω",
"λαμυρως",
"λαοκρατια",
"λαρεντια",
"λασονιοι",
"λαφυροπωλειον",
"λεανδρειος",
"λεγωνησαι",
"λειομιτος",
"λειριωδης",
"λεκτικιον",
"λεοντιχος",
"λεπτοβλαστος",
"λεπτοψαμαβος",
"λευκαμπυξ",
"λευκοπαρειος",
"λευκωμα",
"λεωπετρια",
"ληιη",
"ληναια",
"λῃταρχος",
"λιβερτινος",
"λιγυς",
"λιθοποιεω",
"λιλαιος",
"λιμοποιος",
"λιπαζω",
"λιποβοτανεω",
"λιρις",
"λιφερνεω",
"λογικως",
"λογομιμος",
"λογοτεχνης",
"λοιμος",
"λοπαδιον",
"λοφαω",
"λοχισμος",
"λυγοω",
"λυκειος",
"λυκοφοντης",
"λυπησιλογος",
"λυσιλλα",
"λυσιῳδος",
"λυχνοκαια",
"λωβεομαι",
"λωφαω",
"μαγιδιον",
"μαθηματικευομαι",
"μαινας",
"μακαρ",
"μακραποδοτος",
"μακρος",
"μαλα",
"μαλακιον",
"μαλης",
"μανδονιον",
"μαννοδοτης",
"μαραθριτης",
"μαρικας",
"μαρτινιανος",
"μασσανασσης",
"μασχαλις",
"μαχαιριδιον",
"μαχομενως",
"μεγαλεμπορος",
"μεγαλοπλουτος",
"μεγαλοψυχος",
"μεγας",
"μεδοιατο",
"μεθιππευω",
"μεθυ",
"μειλισσω",
"μειρομαι",
"μελαιοι",
"μελανοκολπος",
"μελεδων",
"μελιγηρυς",
"μελισσιος",
"μελλησις",
"μελυδριον",
"μεμπτως",
{"μεν", 1249},
false,
"μενεδημος",
"μενων",
"μερμηριζω",
"μεσεγγυαω",
"μεσοειδης",
"μεσοστατης",
"μεσσοπυλη",
"μεταβα",
"μεταβουλευμα",
"μεταισσω",
"μεταλαμπαδευω",
"μεταμιγνυμι",
"μεταπεμψις",
"μετασκαιρω",
"μετατροπη",
"μετειμι",
"μετεω",
"μετοικησις",
"μετριοπαθεια",
"μη",
false,
false,
"μηγε",
"μηδικος",
"μηκυσμος",
"μηλονομας",
"μηνιγξ",
"μηστωρ",
"μητρολετης",
"μηχανοδιφης",
"μιδας",
"μικρομματος",
"μικροψυχεω",
"μιμηκυλον",
"μινυανθης",
"μισαλληλος",
"μισθωμα",
"μισοφιλολογος",
"μνασιδικα",
"μνησιθεος",
"μογος",
"μοιχαω",
"μολυβδεος",
"μοναστηριον",
"μονοθεν",
"μονοπωλιον",
"μονοχροιος",
"μορρινος",
"μοσχοσφραγιστικα",
"μουσικως",
"μυα",
"μυθιητης",
"μυκητης",
"μυξοποιος",
"μυριοβοιος",
"μυροβαφης",
"μυρτων",
"μυστις",
"μωλυς",
"ναγμα",
"ναος",
"ναυαγιοφορος",
"ναυπηγιον",
"ναυτις",
"νεαροπρεπης",
"νειοθι",
"νεκυς",
"νεμω",
"νεοθνης",
"νεος",
"νεοτρωτος",
"νευρονοσος",
"νεφρικος",
"νηαιθος",
"νηοβατης",
"νησιωτις",
"νικανωρ",
"νικιππις",
"νισσος",
"νοθων",
"νομιος",
"νοοσφαλης",
"νοσσις",
"νουμας",
"νυκτιπολευτος",
"νυμφις",
"νυστακτης",
"νωσις",
"ξανθος",
"ξενοδημος",
"ξενων",
"ξιφιστηρ",
"ξυλουργεω",
"ξυστηρ",
{"ο", 1345},
false,
false,
"οβελιαιος",
"ογκοτερος",
"οδεδι",
"οδοποιησις",
"οδυσσομαι",
"οθρυονευς",
"οιζυρος",
"οικηιευμενος",
"οικοδιαιτος",
"οικοφθορεω",
"οινανθη",
"οινοπιδης",
"οινωσις",
"οις",
"οιχαλιευς",
"οιωνος",
"οκτακοσιοι",
"ολβιστος",
"ολιγιστος",
"ολιγοστιχος",
"ολκαδοχριστης",
"ολοκαυτωσις",
"ολοτελως",
"ολωιος",
"ομευναιος",
"ομιλος",
"ομογνωμων",
"ομοιομερης",
"ομοιοφορος",
"ομολογουμενως",
"ομοσαι",
"ομουλος",
"ομφαλη",
"οναριον",
"ονεστης",
"ονομα",
"ονοματοποιος",
"οξις",
"οξυμελικρατον",
"οξυτοκιον",
"οπημος",
"οπισθοτονωδης",
"οπλομαχικος",
"οποιποτε",
"οποτεροσουν",
"οπωπη",
"οπως",
"οραω",
"οργευς",
"ορεια",
"ορεσσινομος",
"ορθοκαυλος",
"ορθοφυεω",
"οριζων",
"ορκωμοσιον",
"ορμητιας",
"ορνιθοπαις",
"οροθυνω",
"ορσιλοχος",
"ορφευς",
{"ος", 1408},
false,
"οσαχῃπερ",
"οσος",
"οσπριον",
"οστις",
"οστρακοφορια",
"οτε",
"οτοβεω",
{"ου", 1417},
false,
"ουδαμινος",
"ουδενεια",
"ουκω",
"ουν",
"ουρα",
"ουρεσιφοιτης",
"ουσον",
{"ουτος", 1426},
false,
"ουτω",
"οφελλιμος",
"οφιοσκοροδον",
"οφρυωδης",
"οχλημα",
"οψει",
"οψοποιος",
"παγκαρπος",
"παθημα",
"παιανογραφος",
"παιδηιος",
"παιδοποιος",
"παις",
"παλαιγενης",
"παλαμηδειος",
"παλιμμηκης",
"παλινορτος",
"παλληνευς",
"παμμητειρα",
"παμφυγδην",
"παναλωτος",
"πανδια",
"πανευμαρης",
"πανιωνιος",
"πανσαγια",
"παντελως",
"παντοπωλιον",
"παππαζω",
"παρα",
"παραβασκω",
"παραβωμιος",
"παραγραψιμος",
"παραδειπνις",
"παραδραθεειν",
"παραι",
"παρακαθευδω",
"παρακεκινδυνευμενως",
"παρακνιζω",
"παρακρυπτω",
"παραλιον",
"παραλυτεον",
"παραμυθητικος",
"παραντα",
"παραπιμπρημι",
"παραπνοη",
"παραρρητος",
"παρασιωπητεον",
"παρασπαω",
"παρασυκοφαντεω",
"παρατεκταινω",
"παρατριβη",
"παραφευγω",
"παραφυσις",
"παρδαλειος",
"παρειας",
"παρεισπλοκη",
"παρελεγχω",
"παρενθυμεομαι",
"παρεπτην",
"παρεχω",
"παρημελημενως",
"παρθυαιος",
"παριστιδιος",
"παροιγω",
"παρον",
"παροσφραινω",
"παρωθεω",
"πασαι",
"πασσοφος",
"παταγος",
"πατρια",
"πατρωος",
"παφιος",
"παχυτραχηλος",
"πεζακοντιστης",
"πειθω",
"πειραζω",
"πειρεσια",
"πελαγισμος",
"πελατις",
"πελληνις",
"πελωρις",
"πεμπωβολον",
"πενιχραλεος",
"πενταπλασιαζομαι",
"πεντελικος",
"πεπαιτατος",
"πεπτω",
"περαιοω",
"περγαμος",
"περι",
"περιαγωγευς",
"περιαρμοζω",
"περιβλητικος",
"περιγραπτος",
"περιδωμεθον",
"περιερκτος",
"περιημεκτεω",
"περιισχω",
"περικαυστεον",
"περικολλαω",
"περιλακιζω",
"περιμετρεω",
"περιοδια",
"περιοριστεος",
"περιπεταμαι",
"περιπλευριτικος",
"περιπτερνιον",
"περισαμοτατος",
"περισπειν",
"περισσοσυλλαβεω",
"περιστεριδιον",
"περισφυρις",
"περιτορνευω",
"περιφανταζομαι",
"περιφρακτισμα",
"περιχυσις",
"περονιον",
"περσιστι",
"πετασος",
"πετροσελινιτης",
"πηγαζω",
"πηγνυω",
"πηλικοτης",
"πηοσυνη",
"πιειν",
"πιθηκωδης",
"πιλναω",
"πιναξ",
"πιος",
"πιπω",
"πιστευτικως",
"πιστωτεος",
"πιφαυσκω",
"πλαζω",
"πλανιος",
"πλατα",
"πλατυλισγιον",
"πλειας",
"πλειων",
"πλεοναχως",
"πλεω",
"πληθριον",
"πλημνη",
"πληρωμα",
"πληστιγξ",
"πλοκιος",
"πλυντρον",
"πνευματοποιος",
"πνιξις",
"ποδικος",
"ποθοδος",
"ποιεω",
"ποιητεος",
"ποικιλοσανδαλος",
"ποινηλατεω",
"πολεμαρχος",
"πολεμουσα",
"πολις",
"πολιτις",
"πολταριδιον",
"πολυαστρος",
"πολυγυρος",
"πολυεπης",
"πολυκανης",
"πολυκροταλος",
"πολυμητα",
"πολυοζος",
"πολυπληθης",
"πολυπτοιητος",
"πολυς",
"πολυστονος",
"πολυτοκος",
"πολυφραστος",
"πολυψηφος",
"πομφολυγηρος",
"πονος",
"ποποι",
"πορθμευω",
"ποροσεληνη",
"πορφυρευς",
"ποσ'",
"ποσος",
"ποταῳος",
"ποτιβαζις",
"που",
"πραγμα",
"πραγματευτεος",
"πραξιμος",
"πρασσω",
"πραυπαθεω",
"πρεσβηες",
"πρηνιζω",
"πριν",
"πριω",
"προαγορευω",
"προαιρω",
"προαναστελλω",
"προαπολυω",
"προβαδιζω",
"προβατοδορας",
"προβοσκις",
"προγραμμα",
"προδιανοεομαι",
"προδοκη",
"προεισβαλλω",
"προελευθεροω",
"προεξευρισκω",
"προευαγγελιζομαι",
"προθεραπεια",
"προιζω",
"προιτιδης",
"προκαταγραφω",
"προκαταυλησις",
"προκλητικος",
"προκυμια",
"προμαθιων",
"προμηνυω",
"προνομευτης",
"προοιστος",
"προπαροξυτονως",
"προπιστευω",
"προπους",
"προς",
"προσαββατος",
"προσαγωγη",
"προσανακλαιω",
"προσαντως",
"προσαρσις",
"προσβιασμος",
"προσδεω",
"προσδοξαζω",
"προσεισαγω",
"προσενεκτεον",
"προσεπιδρασσομαι",
"προσεπιχλευαζω",
"προσεχοντως",
"προσηλυτευω",
"προσθεω",
"προσκαθισις",
"προσκατερειδω",
"προσκοπευομαι",
"προσλαμπω",
"προσμυθευω",
"προσομιλητικος",
"προσπαραβαλλω",
"προσπιστευω",
"προσπτηναι",
"προσσυνιστημι",
"προστεναζω",
"προστριμμα",
"προσυριττω",
"προσφιλια",
"προσχηματισμος",
"προσωποληπτεω",
"προτεμενισμα",
"προτικτω",
"προτυπωμα",
"προφανης",
"προφηταζω",
"προχαρασσω",
"προχωσις",
"πρυτανις",
"πρωταγριον",
"πρωτομαντις",
"πρωτος",
"πτεριοι",
"πτερυγωδης",
"πτοησις",
"πτωμα",
"πυγολαμπις",
"πυθοκλειδης",
"πυκνοπτερος",
"πυλαιος",
"πυξ",
"πυραγρετης",
"πυρεκβολος",
"πυρικτυπος",
"πυροφορεω",
"πυρσευτηρ",
"πωγων",
"πωμα",
"πως",
"ραβεννα.",
"ραθυμως",
"ραον",
"ραχιτης",
"ρεπτικος",
"ρηγινος",
"ρηξιχθων",
"ριγιτανον",
"ριναυλεω.",
"ρις",
"ροδοκισσος",
"ροικοειδης",
"ρουσιζω",
"ρυμα",
"ρυπωτος",
"ρωγμοειδης",
"σ",
"σαθροτης",
"σαλακωνεια",
"σαλπικτης",
"σανδαραχιζω",
"σαπρως",
"σαρκοβλαστανω",
"σασπειρες",
"σαυρη",
"σεβαζω",
"σειρη",
"σελασσομαι",
"σελλασια",
"σεμνωμα",
"σευτλομολοχον",
"σημαινω",
"σημειοσκοπεω",
"σησαμιτης",
"σιαγονιτης",
"σιγνιον",
"σιδιον",
"σικυωνιακος",
"σιμος",
"σινων",
"σιτευτης",
"σιτοσπορος",
"σκαιος",
"σκαρδαμυκτεω",
"σκεθρως",
"σκεπηνος",
"σκευοποιος",
"σκηνογραφικος",
"σκια",
"σκιη",
"σκιρρος",
"σκληροσωματος",
"σκομβρον",
"σκορακιζω",
"σκοτιον",
"σκυθιηνδε",
"σκυλοδεψος",
"σκυφειος",
"σμερδις",
"σμυρναικος",
"σομφος",
"σοφιλλος",
"σπαθηφορος",
"σπαρδακος",
"σπειο",
"σπενδων",
"σπερχων",
"σπινος",
"σπολας",
"σπουδαιολογεω",
"σπουδη",
"σταθηναι",
"σταλκας",
"στασιωτικως",
"σταχυοφορεω",
"στειλαι",
"στελμονιαι",
"στενος",
"στερεοσαρκος",
"στερρος",
"στεφανωσις",
"στηρ",
"στικτοπους",
"στοβαιος",
"στολιστηριον",
"στομφαξ",
"στραγγαλιωδης",
"στρατηγιαω",
"στρατολογια",
"στρεφω",
"στρογγυλογλυφος",
"στροφιγγοειδως",
"στυγημα",
"στυφελος",
"συβαριτικος",
"συγγινομαι",
"συγκαθελκω",
"συγκαταδυνω",
"συγκατασκεδαννυμι",
"συγκερατιζομαι",
"συγκλινης",
"συγκραμα",
"συγκυλινδομαι",
"συγχοω",
"συζευξις",
"συκοφαντημα",
"συλλαμπω",
"συλλογιμαιος",
"συμβακχευω",
"συμβασιλευω",
"συμβολον",
"συμμαχια",
"συμμετρια",
"συμμορφοω",
"συμπαρανεω",
"συμπεδαω",
"συμπεριτρεπω",
"συμπλεκτικως",
"συμπολλοι",
"συμπροτρεπω",
"συμφερωτερος",
"συμφορος",
"συμφωνεω",
"συνααρων",
"συναγω",
"συναθλησις",
"συνακολουθος",
"συναμφοτεροι",
"συνανασπαω",
"συναοιδος",
"συναπολογεομαι",
"συναπωθεω",
"συναρταω",
"συναφης",
"συνδημιουργεω",
"συνδιατρεφω",
"συνδρηστειρα",
"συνειδησω",
"συνεισρεω",
"συνεκποτεα",
"συνεμβιβαζω",
"συνεξευρισκω",
"συνεπιβαλλω",
"συνεπισκυθρωπαζω",
"συνεργημα",
"συνεστηκως",
"συνεφοδιαζω",
"συνῃδεατε",
"συνθαμβεω",
"συνθλιβω",
"συνιστημι",
"συνναιω",
"συνοδια",
"συνοικισις",
"συνοξυνω",
"συνοχηδον",
"συντατεος",
"συντεμνω",
"συντιτρωσκω",
"συντροφος",
"συνυφανσις",
"συργαστρος",
"συρμος",
"συσκευασια",
"συσσιωπαω",
"συστηματικος",
"συστροφια",
"σφαγις",
"σφακτηρια",
"σφε",
"σφηνοω\\",
"σφος",
"σφωιτερος",
"σχειν",
"σχηματιον",
"σχοινευς",
"σχολικος",
"σωκος",
"σωματουργια",
"σωσπις",
"σωφρονιστηριον",
"ταιναριος",
"ταλαντιον",
"ταμιευτωρ",
"τανυκνημις",
"ταξιφυλλος",
"ταραχη",
"ταρκυνια",
"τασσω",
"τατος",
"ταυτομηκης",
"ταχυεργος",
"ταως",
"τε",
"τειρεσιας",
"τειχοφυλακεω",
"τεκνοκτονος",
"τελαμων",
"τελεοδρομος",
"τελευταω",
"τελεων",
"τελος",
"τεμενουχος",
"τενης",
"τερατωδια",
"τερπνος",
"τεσσαρεσκαιδεκα",
"τετραγωνως",
"τετραμνηστος",
"τετρασσαριον",
"τετυγμαι",
"τευχω",
"τεχνημων",
"τηθος",
"τηλεφος",
"τηνιος",
"τιγρις",
{"τιθημι", 1928},
false,
false,
"τιλαι",
"τιμαω",
"τιμηγενιδης",
"τιμοξενα",
"τιννυω",
{"τις", 1936},
false,
false,
"τιταινω",
"τιτυρος",
"τλησικαρδιος",
"τοιο",
"τοιχιδιον",
"τολουμνιος",
"τονοω",
"τοπαζω",
"τορνισκος",
"τοσουτοσι",
"τουβερων",
"τραγεος",
"τρακτωμα",
"τραυματιας",
"τραχυσμα",
"τρεσσε",
"τρηδων",
"τριακοσιομεδιμνος",
"τριβωλετηρ",
"τριελιξ",
"τρικη",
"τριοδους",
"τριποθητος",
"τρισκαιδεκαπλασιων",
"τριταγωνιστης",
"τριτωνομενδητες",
"τριχρωμος",
"τροπηιαν",
"τροπος",
"τροχαικος",
"τρυγγας",
"τρυσανωρ",
"τρωγλοδυτεω",
"τυγχανω",
"τυδειδης",
"τυμπανικος",
"τυπουργια",
"τυραννικως",
"τυρρακηος",
"τυφλως",
"τυχη",
"υακινθος",
"υβρις",
"υγιοποιεω",
"υγροσαρκος",
"υδειω",
"υδροθηρικος",
"υειος",
"υιοω",
"υλιστος",
"υμηναος",
"υπαγορευω",
"υπαιτιως",
"υπανατρεφω",
"υπαρχω",
"υπατοπος",
"υπεισρεω",
"υπελαφρος",
"υπερ",
"υπερα",
"υπεραναισχυντος",
"υπερβαλλω",
"υπερβολη",
"υπερειπειν",
"υπερεω",
"υπερθνῃσκω",
"υπερκοπτω",
"υπερξηρος",
"υπεροψομαι",
"υπερσπευδω",
"υπερυδρος",
"υπερχαρης",
"υπηεριος",
"υπηχησις",
{"υπο", 2013},
false,
"υποβακχειος",
"υποβρυχιος",
"υπογρυζω",
"υποδεω",
"υποδρα",
"υποζωννυμι",
"υποθωπευω",
"υποκειρω",
"υποκορισμα",
"υπολακτιζω",
"υποληπτεον",
"υπομεμψιμοιρος",
"υπομονη",
"υποξυρεω",
"υποπλους",
"υποπυκνοω",
"υποσημειοω",
"υποστατης",
"υποστροφος",
"υποταυριον",
"υποτιλλω",
"υποτρητος",
"υπουργως",
"υποφορος",
"υποχρεμπτομαι",
"υπτιοω",
"υσπληξ",
"υστεροφεγγης",
"υφαντοδονητος",
"υφιστημι",
"υψαυχενεω",
"υψικρημνος",
"υω",
"φαιακες",
"φαινω",
"φαλαγγιοπληκτος",
"φαληρονδε",
"φανος",
"φαρ",
"φαρμακοπνευστος",
"φασαξ",
"φατνιαζω",
"φαωνιος",
"φελλατας",
"φερεσπονδος",
{"φερω", 2060},
false,
"φευγεμεν",
"φηλητης",
"φηρες",
"φθεγγωδης",
"φθινωδης",
"φθονητεος",
"φιλαγρεω",
"φιλανθρωπινως",
"φιλεραστρια",
"φιληκοως",
"φιλιοω",
"φιλοδαιμων",
"φιλοινος",
"φιλοκωμος",
"φιλομυθεω",
"φιλοποιεω",
"φιλος",
"φιλοσοφοκλης",
"φιλοτεχνημων",
"φιλοτιμος",
"φιλοχωρια",
"φιμοω",
"φλεβοτομητεον",
"φλεδων",
"φλοιος",
"φνα",
"φοβος",
"φοινικιδιον",
"φοινισσω",
"φονευτης",
"φορβη",
"φοροθετεω",
"φραγελλοω",
"φραστεον",
"φρενοδαλης",
"φριμαω",
"φρονημα",
"φροντις",
"φρυγανιζομαι",
"φυγαδευτικος",
"φυκωδης",
"φυλαρχης",
"φυλλακανθος",
"φυλοσταφυλον",
"φυσεχη",
"φυσιολογικος",
"φυταλμιος",
"φυω",
"φωκηεις",
"φωνηεις",
"φωσων",
"χαιρεστρατος",
"χαιρων",
"χαλβανη",
"χαλεποτης",
"χαλκειος",
"χαλκιμον",
"χαλκοστεφανος",
"χαμαιζηλως",
"χανδοθεν",
"χαρακτηριστικος",
"χαριεστατος",
"χαρις",
"χαριτων",
"χασμαομαι",
"χειλοστροφιον",
"χειμωνοθεν",
"χειρ",
"χειραγωγος",
"χειρονομησειω",
"χειρωαδων",
"χελλων",
"χεροκμητος",
"χεω",
"χηνιον",
"χθονοβριθης",
"χιλιοκωμος",
"χιος",
"χλανιδισκιον",
"χλοιοω",
"χοας",
"χολαργεις.",
"χονδριαω",
"χορειαρχης",
"χοροδιδασκαλια",
"χορτοκοπιον",
{"χραω", 2148},
false,
"χρεμων",
"χρῃζω",
"χρηματικος",
"χρησμοδοτεω",
"χρηστοτης",
"χρονικος",
"χρυσα",
"χρυσεοσανδαλος",
"χρυσοελικτος",
"χρυσορραπις",
"χρυσωνεω",
"χυλοποιεω",
"χω",
"χωραφιον",
"χωρις",
"ψ",
"ψαλμοχαρης",
"ψαφαρια",
"ψευδεγγραφος",
"ψευδομαρτυς",
"ψευδωμοτης",
"ψηφιον",
"ψηφοφορος",
"ψιλοω",
"ψοφοδεως",
"ψυχειον",
"ψυχορραγια",
"ψυχω",
"ω",
"ωδις",
"ωκειαων",
"ωλενη",
"ωμοσα",
"ωνη",
"ωρα",
"ωρατια",
"ωροσκοπος",
{"ως", 2187},
false,
false,
"ωστε",
"ωτων",
"ωχρα",
}
headwords.n = #headwords
return headwords