Module:R:Perseus/collision-data/ML

Hello, you have come here looking for the meaning of the word Module:R:Perseus/collision-data/ML. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word Module:R:Perseus/collision-data/ML, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say Module:R:Perseus/collision-data/ML in singular and plural. Everything you need to know about the word Module:R:Perseus/collision-data/ML you have here. The definition of the word Module:R:Perseus/collision-data/ML will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofModule:R:Perseus/collision-data/ML, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

This module needs documentation.
Please document this module by describing its purpose and usage on the documentation page.

return require("Module:table").listToSet{"ἄατος", "ἄβιος", "ἀγή", "ἄγη", "ἄγος", "ἄγχουρος", "ἀγώνιος", "ἀδεής", "ἄδεια", "ἅδος", "ἄζω", "ἄητος", "ἄθεος", "αἶα", "ἀίω", "ἀκακία", "ἀκή", "ἀκήριος", "ἀκρασία", "ἀκρόνυχος", "ἀκτή", "ἀκύμων", "ἄκων", "ἀλέκτωρ", "ἄλευρον", "ἀλέω", "ἁλία", "ἁλίζω", "ἅλιος", "ἄλληκτος", "ἅλς", "ἀμάω", "ἀμελής", "ἀμμορία", "ἄμμος", "ἁμός", "ἄν", "ἄναλτος", "ἀναλύω", "ἀναξία", "ἀνάξιος", "ἄναυλος", "ἀνδρακάς", "ἀνέκαθεν", "ἄνθος", "ἄνοδος", "ἄνω", "ἄοζος", "ἀπαμάω", "ἀπειλέω", "ἄπειμι", "ἀπειρία", "ἄπειρος", "ἀπείρων", "ἄπιος", "ἀπλυσία", "ἀποδέω", "ἀποκλάζω", "ἀποκλάω", "ἀπολέγω", "ἀπονέω", "ἀπόπλοος", "ἀπορέω", "ἀπόφασις", "ἀπρόσκοπος", "ἀράω", "ἀργός", "ἀριστοτόκος", "ἀριστότοκος", "ἄρκιος", "ἀρύω", "ἄρωμα", "ἄσκοπος", "ἀσφάραγος", "ἄττα", "αὖ", "αὐονή", "αὔω", "ἀφυλακτέω", "Ἀχαία", "ἀχέω", "ἄω", "ἄωρος", "βαθυδίνης", "βάτος", "βῆμα", "βορός", "βραχίων", "βρόμος", "γάνος", "γνωτός", "γύης", "δαίς", "δάις", "δαίω", "δαλός", "δάνος", "δείλομαι", "δέλτα", "δέλτος", "δεύω", "δέω", "δηλέομαι", "δήω", "διαείδω", "Διιπετής", "δίοπος", "δόλος", "δορά", "δοῦλος", "δράω", "δρῦς", "δύσαυλος", "δυσαχής", "δύστομος", "δύω", "δυώδεκα", "ἔα", "ἔαρ", "ἐγχείη", "εἰ", "εἴκω", "εἴρη", "εἴρω", "ἔλεγχος", "ἐλελίζω", "ἕλιξ", "ἐμβαδόν", "ἔμπαιος", "ἔμπας", "ἔμπεδος", "ἔμπλην", "ἔναυλος", "ἐναύω", "ἐνδαίω", "ἐνδέω", "ἐνναέτης", "ἔνος", "ἕνος", "ἔντασις", "ἐξαμάω", "ἐξαύω", "ἐξερέω", "ἔξοδος", "ἔπειμι", "ἐπιδαίομαι", "ἐπιδέω", "ἐπιθύω", "ἐπικλείω", "ἐπιλιπής", "ἐπίλογχος", "ἐπινέω", "ἐπιπάρειμι", "ἐπίπλοος", "ἐπίσκοπος", "ἐπιφάνεια", "ἐπιχράω", "ἕπω", "ἐράω", "ἔργω", "ἐρεύγομαι", "ἐρέω", "ἔρις", "ἕρμα", "ἔρος", "ἔρρω", "ἐρύω", "ἐτός", "εὐαγής", "εὐήτριος", "εὐθαλής", "εὐθύς", "εὔκηλος", "εὐκράς", "εὐκτέανος", "εὔλυρος", "εὖνις", "εὔρινος", "εὐώνυμος", "εὐωπός", "ἔφοδος", "ἐφόρμησις", "ἔφορμος", "ἔχθω", "ἔχω", "ζωογόνος", "ζῳογόνος", "ζωοποιέω", "ζῳοποιέω", "ἤ", "ἦ", "ἤδη", "ἠέ", "ἤν", "ἡνία", "θαλέω", "θεῖον", "θεῖος", "θεσμοφόριον", "θέω", "θῆσσα", "θοάζω", "θολία", "θολός", "θοός", "θρέπτρα", "θυμώδης", "θύω", "θυώδης", "ἰά", "ἰάπτω", "ἰαχή", "ἰδέ", "ἴδη", "ἰή", "ἰθύς", "ἴκταρ", "Ἴλιος", "ἰός", "ἱππότης", "ἴς", "ἴσκω", "ἶφι", "ἰῶτα", "καί", "καὶ", "κάλλιον", "κάννα", "κάρ", "κάρα", "καρπίζω", "καρπός", "κατά", "κάταγμα", "καταδεής", "καταδέω", "κάτοπτος", "καῦσος", "κειμήλιον", "κείω", "κεράω", "κηραίνω", "κλάω", "κλείω", "κλέω", "κλῄζω", "κλῆρος", "κλῆσις", "κνύζα", "κομέω", "κομμός", "κοντός", "κορέω", "κόριον", "κόρος", "κουρίζω", "κράμβος", "κράνος", "κρημνός", "κύριος", "λαιμός", "λαιός", "λαμπάς", "λάχνος", "λάω", "λέγω", "λεία", "λειστός", "λέκιθος", "λῆξις", "λῆρος", "λιμηρός", "λιπαρία", "λίς", "λιτός", "λίψ", "λογάς", "λόγχη", "λοιγός", "λοῖσθος", "λύγξ", "λῦμα", "λυμαίνομαι", "μά", "Μαιῆτις", "μαλίς", "Μαλίς", "μαλός", "μανία", "μάψ", "μεῖον", "μείρομαι", "μέλε", "μελίζω", "μέλινος", "μέλπω", "μέτειμι", "μή", "μὴ", "μῆδος", "μηλίς", "μῆλον", "μήν", "μήρινθος", "μήτρα", "μοναυλία", "μορία", "μόσχος", "μύδος", "μύζω", "μύξα", "μύουρος", "ναίω", "ναός", "νέατος", "νεόδμητος", "νεόρρυτος", "νεουργός", "νευστικός", "νέω", "νῆσις", "νίκη", "νόμιος", "νυμφίος", "νῦν", "ξένος", "ξυρόν", "ξυστός", "ὅ", "ὄγκος", "ὀγκώδης", "ὁδός", "ὄζος", "οἴνη", "ὁλκός", "ὀλός", "ὁμηρεύω", "ὁμοίιος", "ὄνειος", "ὀξύς", "ὀπός", "ὀπτασία", "ὀπτός", "ὅπως", "ὅς", "ὅτε", "ὅτι", "οὐ", "οὔ", "οὗ", "οὐδέ", "οὐδός", "οὐκ", "οὐλή", "οὖλος", "οὐραῖος", "οὐρέω", "οὐρίζω", "οὔριος", "οὖρον", "οὖρος", "οὔτι", "ὀφέλλω", "ὄψ", "παίω", "Παιώνιος", "παλαιστής", "πάλη", "πανός", "παραδεκτέος", "παράλληλος", "πάραυλος", "παράφασις", "πάρειμι", "πάροδος", "πάροχος", "πᾶς", "παστός", "πάτος", "πεῖσμα", "πέρα", "περάω", "περίαλλος", "περίδρομος", "περίειμι", "περίοδος", "περίπλοος", "περισκελής", "πίασμα", "πιθών", "πιστικός", "πιστός", "πλάζω", "πλάθω", "πλάτος", "πλοῦτος", "ποιώδης", "πολιοῦχος", "πολύβροχος", "πολυδειράς", "πολύπους", "πολύπυρος", "πόσις", "ποτή", "πότημα", "πρέσβις", "πρεσβύτης", "πρίω", "πρίων", "πρόβολος", "πρόδομος", "πρόειμι", "προθέω", "προλέγω", "πρόοδος", "προσδέω", "πρόσειμι", "προσκοπή", "προσφάγιον", "πρυτανεία", "πυκνός", "πυκτίς", "πύξ", "πυρά", "πύρινος", "πυρίτης", "πυρογενής", "πυροφόρος", "πυρσός", "πυρώδης", "πῶ", "πῶμα", "πῶς", "ῥέζω", "ῥινάω", "ῥοώδης", "ῥῦμα", "ῥυτήρ", "ῥυτόν", "ῥυτός", "ῥύτωρ", "ῥώξ", "ῥωχμός", "ῥώψ", "σαίρω", "σάκος", "σάω", "σῖγμα", "σκαφίς", "σκάφος", "σκνιπός", "Σκυθίζω", "σκῶλος", "σοῦ", "σπιλάς", "σπίλος", "στεῖρα", "στερρός", "στίβη", "στύραξ", "συλληπτέος", "συμπάρειμι", "συναυλία", "σύναυλος", "σύνειμι", "συνεράω", "συννέω", "σύννομος", "σύνοδος", "Συρίζω", "σχοινίς", "σῶς", "ταμία", "τάριχος", "ταῦ", "τάφος", "τέμνω", "τέραμνον", "τίω", "τοι", "τρέχνος", "τρίβων", "τρίγλυφος", "τροπόω", "τροχός", "τρύχω", "ὑγιαίνω", "ὑμήν", "ὕπειμι", "ὑπέροπτος", "ὑποδεής", "ὑπόδρομος", "ὑποθυμίς", "ὑπόλογος", "ὗς", "φανός", "φάσις", "φατός", "φιλόκνισος", "φλέξις", "φυσιόω", "φυσίωσις", "χάρμη", "χειρόω", "χοῦς", "χράω", "χρεῖος", "χρῄζω", "χῶρος", "ψαρός", "ψέγω", "ψεύδω", "ψιλόω", "ὦ", "ὥρα", "ὦρος", "ὧρος"}