Template:el-decl-adj-ος-α-ο

Hello, you have come here looking for the meaning of the word Template:el-decl-adj-ος-α-ο. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word Template:el-decl-adj-ος-α-ο, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say Template:el-decl-adj-ος-α-ο in singular and plural. Everything you need to know about the word Template:el-decl-adj-ος-α-ο you have here. The definition of the word Template:el-decl-adj-ος-α-ο will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofTemplate:el-decl-adj-ος-α-ο, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

This template must not be used directly
Access it by using the syntax described more fully at the main template: el-decl-adj.
Greek adjective inflection-table templates lists the available patterns of inflection.
Also see Template:el-decl-adj-table and Category:Greek adjective inflection-table templates.
For adjectives with the inflections shown
ID: ος-α-ο   Category singular plural
eg: αρχαίος   (paroxytone) m f n m f n
nominative ΄ος ΄α ΄ο ΄οι ΄ες ΄α
genitive ΄ου ΄ας ΄ου ΄ων ΄ων ΄ων
accusative ΄ο ΄α ΄ο ΄ους ΄ες ΄α
vocative ΄ε ΄α ΄ο ΄οι ΄ες ΄α
Βικιλεξικό: ωραίος,   Κατηγορία:Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
ID: eg: πλούσιος   (proparoxytone) m f n m f n
nominative ΄-ος ΄-α ΄-ο ΄-οι ΄-ες ΄-α
genitive ΄-ου ΄-ας ΄-ου ΄-ων ΄-ων ΄-ων
accusative ΄-ο ΄-α ΄-ο ΄-ους ΄-ες ΄-α
vocative ΄-ε ΄-α ΄-ο ΄-οι ΄-ες ΄-α
Βικιλεξικό: θαυμάσιος,   Κατηγορία:Επίθετα που κλίνονται όπως το 'θαυμάσιος' (νέα ελληνικά)

References

Syntax

Οutput for αρχαίος (archaíos) and μέτριος (métrios)

{{el-decl-adj|dec=ος-α-ο|stem=αρχαί}}
Declension of αρχαίος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αρχαίος (archaíos) αρχαία (archaía) αρχαίο (archaío) αρχαίοι (archaíoi) αρχαίες (archaíes) αρχαία (archaía)
genitive αρχαίου (archaíou) αρχαίας (archaías) αρχαίου (archaíou) αρχαίων (archaíon) αρχαίων (archaíon) αρχαίων (archaíon)
accusative αρχαίο (archaío) αρχαία (archaía) αρχαίο (archaío) αρχαίους (archaíous) αρχαίες (archaíes) αρχαία (archaía)
vocative αρχαίε (archaíe) αρχαία (archaía) αρχαίο (archaío) αρχαίοι (archaíoi) αρχαίες (archaíes) αρχαία (archaía)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αρχαίος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αρχαίος, etc.)

{{el-decl-adj|dec=ος-α-ο|stem=μέτρι}}
Declension of μέτριος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative μέτριος (métrios) μέτρια (métria) μέτριο (métrio) μέτριοι (métrioi) μέτριες (métries) μέτρια (métria)
genitive μέτριου (métriou) μέτριας (métrias) μέτριου (métriou) μέτριων (métrion) μέτριων (métrion) μέτριων (métrion)
accusative μέτριο (métrio) μέτρια (métria) μέτριο (métrio) μέτριους (métrious) μέτριες (métries) μέτρια (métria)
vocative μέτριε (métrie) μέτρια (métria) μέτριο (métrio) μέτριοι (métrioi) μέτριες (métries) μέτρια (métria)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο μέτριος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο μέτριος, etc.)

See also