άβγαλτος • (ávgaltos) m (feminine άβγαλτη, neuter άβγαλτο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | άβγαλτος (ávgaltos) | άβγαλτη (ávgalti) | άβγαλτο (ávgalto) | άβγαλτοι (ávgaltoi) | άβγαλτες (ávgaltes) | άβγαλτα (ávgalta) | |
genitive | άβγαλτου (ávgaltou) | άβγαλτης (ávgaltis) | άβγαλτου (ávgaltou) | άβγαλτων (ávgalton) | άβγαλτων (ávgalton) | άβγαλτων (ávgalton) | |
accusative | άβγαλτο (ávgalto) | άβγαλτη (ávgalti) | άβγαλτο (ávgalto) | άβγαλτους (ávgaltous) | άβγαλτες (ávgaltes) | άβγαλτα (ávgalta) | |
vocative | άβγαλτε (ávgalte) | άβγαλτη (ávgalti) | άβγαλτο (ávgalto) | άβγαλτοι (ávgaltoi) | άβγαλτες (ávgaltes) | άβγαλτα (ávgalta) |