άυπνος • (áypnos) m (feminine άυπνη, neuter άυπνο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | άυπνος (áypnos) | άυπνη (áypni) | άυπνο (áypno) | άυπνοι (áypnoi) | άυπνες (áypnes) | άυπνα (áypna) | |
genitive | άυπνου (áypnou) | άυπνης (áypnis) | άυπνου (áypnou) | άυπνων (áypnon) | άυπνων (áypnon) | άυπνων (áypnon) | |
accusative | άυπνο (áypno) | άυπνη (áypni) | άυπνο (áypno) | άυπνους (áypnous) | άυπνες (áypnes) | άυπνα (áypna) | |
vocative | άυπνε (áypne) | άυπνη (áypni) | άυπνο (áypno) | άυπνοι (áypnoi) | άυπνες (áypnes) | άυπνα (áypna) |