αδιάβροχος • (adiávrochos) m (feminine αδιάβροχη, neuter αδιάβροχο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αδιάβροχος (adiávrochos) | αδιάβροχη (adiávrochi) | αδιάβροχο (adiávrocho) | αδιάβροχοι (adiávrochoi) | αδιάβροχες (adiávroches) | αδιάβροχα (adiávrocha) | |
genitive | αδιάβροχου (adiávrochou) | αδιάβροχης (adiávrochis) | αδιάβροχου (adiávrochou) | αδιάβροχων (adiávrochon) | αδιάβροχων (adiávrochon) | αδιάβροχων (adiávrochon) | |
accusative | αδιάβροχο (adiávrocho) | αδιάβροχη (adiávrochi) | αδιάβροχο (adiávrocho) | αδιάβροχους (adiávrochous) | αδιάβροχες (adiávroches) | αδιάβροχα (adiávrocha) | |
vocative | αδιάβροχε (adiávroche) | αδιάβροχη (adiávrochi) | αδιάβροχο (adiávrocho) | αδιάβροχοι (adiávrochoi) | αδιάβροχες (adiávroches) | αδιάβροχα (adiávrocha) |