αδικαιολόγητος

Hello, you have come here looking for the meaning of the word αδικαιολόγητος. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word αδικαιολόγητος, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say αδικαιολόγητος in singular and plural. Everything you need to know about the word αδικαιολόγητος you have here. The definition of the word αδικαιολόγητος will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαδικαιολόγητος, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

αδικαιολόγητος (adikaiológitosm (feminine αδικαιολόγητη, neuter αδικαιολόγητο)

  1. unjustified
    Τα συνδικάτα είναι σε απεργία για τις αδικαιολόγητες περικοπές μισθών.
    Ta syndikáta eínai se apergía gia tis adikaiológites perikopés misthón.
    Trade unions are on strike against unjustified pay cuts.
  2. unjustifiable, inexcusable, indefensible
    Αδικαιολόγητη αεροπορική επιδρομή σκοτώνει 27 πολίτες.
    Adikaiológiti aeroporikí epidromí skotónei 27 polítes.
    Unjustifiable airstrike kills 27 civilians.

Declension

Declension of αδικαιολόγητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αδικαιολόγητος (adikaiológitos) αδικαιολόγητη (adikaiológiti) αδικαιολόγητο (adikaiológito) αδικαιολόγητοι (adikaiológitoi) αδικαιολόγητες (adikaiológites) αδικαιολόγητα (adikaiológita)
genitive αδικαιολόγητου (adikaiológitou) αδικαιολόγητης (adikaiológitis) αδικαιολόγητου (adikaiológitou) αδικαιολόγητων (adikaiológiton) αδικαιολόγητων (adikaiológiton) αδικαιολόγητων (adikaiológiton)
accusative αδικαιολόγητο (adikaiológito) αδικαιολόγητη (adikaiológiti) αδικαιολόγητο (adikaiológito) αδικαιολόγητους (adikaiológitous) αδικαιολόγητες (adikaiológites) αδικαιολόγητα (adikaiológita)
vocative αδικαιολόγητε (adikaiológite) αδικαιολόγητη (adikaiológiti) αδικαιολόγητο (adikaiológito) αδικαιολόγητοι (adikaiológitoi) αδικαιολόγητες (adikaiológites) αδικαιολόγητα (adikaiológita)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αδικαιολόγητος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αδικαιολόγητος, etc.)