From αεροπλάνο (aeropláno, “aeroplane”) + φέρω (féro, “to carry”), calque of English aircraft carrier via Katharevousa.
αεροπλανοφόρο • (aeroplanofóro) n (plural αεροπλανοφόρα)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αεροπλανοφόρο (aeroplanofóro) | αεροπλανοφόρα (aeroplanofóra) |
genitive | αεροπλανοφόρου (aeroplanofórou) | αεροπλανοφόρων (aeroplanofóron) |
accusative | αεροπλανοφόρο (aeroplanofóro) | αεροπλανοφόρα (aeroplanofóra) |
vocative | αεροπλανοφόρο (aeroplanofóro) | αεροπλανοφόρα (aeroplanofóra) |