αεροπορικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word αεροπορικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word αεροπορικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say αεροπορικός in singular and plural. Everything you need to know about the word αεροπορικός you have here. The definition of the word αεροπορικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαεροπορικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Etymology

αεροπόρ(ος) (aeropór(os)) +‎ -ικός (-ikós).

Adjective

αεροπορικός (aeroporikósm (feminine αεροπορική, neuter αεροπορικό)

  1. air, aerial (connected with aviation)
    αεροπορική επιδρομήaeroporikí epidromíair raid
    αεροπορική επίθεσηaeroporikí epíthesiair strike, aerial attack/offensive
    αεροπορική βάσηaeroporikí vásiair base
    αεροπορικός χάρτηςaeroporikós chártisaerial map, aeronautical chart
    αεροπορικός βομβαρδισμόςaeroporikós vomvardismósaerial bombardment

Declension

Declension of αεροπορικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αεροπορικός (aeroporikós) αεροπορική (aeroporikí) αεροπορικό (aeroporikó) αεροπορικοί (aeroporikoí) αεροπορικές (aeroporikés) αεροπορικά (aeroporiká)
genitive αεροπορικού (aeroporikoú) αεροπορικής (aeroporikís) αεροπορικού (aeroporikoú) αεροπορικών (aeroporikón) αεροπορικών (aeroporikón) αεροπορικών (aeroporikón)
accusative αεροπορικό (aeroporikó) αεροπορική (aeroporikí) αεροπορικό (aeroporikó) αεροπορικούς (aeroporikoús) αεροπορικές (aeroporikés) αεροπορικά (aeroporiká)
vocative αεροπορικέ (aeroporiké) αεροπορική (aeroporikí) αεροπορικό (aeroporikó) αεροπορικοί (aeroporikoí) αεροπορικές (aeroporikés) αεροπορικά (aeroporiká)