αιμομικτικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word αιμομικτικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word αιμομικτικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say αιμομικτικός in singular and plural. Everything you need to know about the word αιμομικτικός you have here. The definition of the word αιμομικτικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαιμομικτικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

αιμομικτικός (aimomiktikósm (feminine αιμομικτική, neuter αιμομικτικό)

  1. incestuous

Declension

Declension of αιμομικτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αιμομικτικόςός (aimomiktikósós) αιμομικτικόςή (aimomiktikósí) αιμομικτικόςό (aimomiktikósó) αιμομικτικόςοί (aimomiktikósoí) αιμομικτικόςές (aimomiktikósés) αιμομικτικόςά (aimomiktikósá)
genitive αιμομικτικόςού (aimomiktikósoú) αιμομικτικόςής (aimomiktikósís) αιμομικτικόςού (aimomiktikósoú) αιμομικτικόςών (aimomiktikósón) αιμομικτικόςών (aimomiktikósón) αιμομικτικόςών (aimomiktikósón)
accusative αιμομικτικόςό (aimomiktikósó) αιμομικτικόςή (aimomiktikósí) αιμομικτικόςό (aimomiktikósó) αιμομικτικόςούς (aimomiktikósoús) αιμομικτικόςές (aimomiktikósés) αιμομικτικόςά (aimomiktikósá)
vocative αιμομικτικόςέ (aimomiktikósé) αιμομικτικόςή (aimomiktikósí) αιμομικτικόςό (aimomiktikósó) αιμομικτικόςοί (aimomiktikósoí) αιμομικτικόςές (aimomiktikósés) αιμομικτικόςά (aimomiktikósá)