10 Results found for "ακύρωση".

ακύρωση

ακύρωση • (akýrosi) f (plural ακυρώσεις) annulment, invalidation, cancellation punching (a ticket) vacating (of a legal opinion) Declension of ακύρωση...


ακυρώσεων

IPA(key): /a.ciˈɾo.se.on/ Hyphenation: α‧κυ‧ρώ‧σε‧ων ακυρώσεων • (akyróseon) f Genitive plural form of ακύρωση (akýrosi)....


ακύρωσης

ακυρώσεως (akyróseos) (formal) IPA(key): /aˈci.ɾo.sis/ Hyphenation: α‧κύ‧ρω‧σης ακύρωσης • (akýrosis) f Genitive singular form of ακύρωση (akýrosi)....


ακυρώσεως

(standard, less formal) IPA(key): /a.ciˈɾo.se.os/ Hyphenation: α‧κυ‧ρώ‧σε‧ως ακυρώσεως • (akyróseos) f (formal) Genitive singular form of ακύρωση (akýrosi)....


ανάκληση

invalidation, cancellation (diplomacy) recall (ambassador)   ανάκληση ακύρωση (akýrosi) (diplomacy): ανακλητήριο (anaklitírio, “recall”) αναίρεση f (anaíresi...


αναίρεση

(law) annulment, cassation (law) appeal retraction Declension of αναίρεση ακύρωση f (akýrosi, “annulment, invalidation”) αναιρετικός (anairetikós, “relating...


ακυρώσεις

ακυρώσεις • (akyróseis) f Nominative, accusative and vocative plural form of ακύρωση (akýrosi). ακυρώσεις • (akyróseis) 2nd person singular dependent active...


άκυρος

ακυριολεξία f (akyriolexía, “misnomer”) ακυρότητα f (akyrótita, “invalidity”) ακύρωση f (akýrosi, “annulment”) ακυρώσιμος (akyrósimos, “voidable”) ακυρώνω (akyróno...


ήττα

Homophone: ήτα (íta) ήττα • (ítta) f (plural ήττες) defeat Declension of ήττα ακύρωση f (akýrosi, “cancellation”) αποτυχία f (apotychía, “failure”) ηττημένος...


cancellation

Streichung (de) f, Widerruf (de) m, Absage (de) f, Stornierung f Greek: ακύρωση (el) f (akýrosi) Hebrew: ביטול \ בִּטּוּל m (bitúl) Indonesian: pembatalan (id)...